Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιόνεος

From LSJ
Revision as of 21:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐόνεος Medium diacritics: χιόνεος Low diacritics: χιόνεος Capitals: ΧΙΟΝΕΟΣ
Transliteration A: chióneos Transliteration B: chioneos Transliteration C: chioneos Beta Code: xio/neos

English (LSJ)

α, ον, (χιών)

   A snowy, snow-white, χιτῶνες Asius 13.3; σάρξ Bion 1.10; στήθεα Scol.Anon.26 (Diehl Anthologia Lyrica (ed. 1) ii 188).    2 of or from snow, ὕδατα Lyr.Alex.Adesp.37.12; νιφάδες AP9.244 (Apollonid.); κρύσταλλος ib.753 (Claudian.). [ῐ by nature, but ῑ metri gr. in hexam.]

German (Pape)

[Seite 1356] von Schnee, schneeig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); σάρξ Rufin. 2 (V, 35); ποταμός Caluth. 230; auch von Kleidern, »schneeweiß«, Asius bei Ath. 525.

Greek (Liddell-Scott)

χιόνεος: -α, -ον, (χιών) ὅμοιος πρὸς χιόνα, λευκὸς ὡς ἡ χιών, χιτὼν Ἄσιος ἐν Ἀποσπ. 2· σὰρξ Βίων 1. 10· νιφάδες Ἀνθ. Π. 9. 244· κρύσταλλος αὐτόθι 753. [ῑ ἐν ἑξαμέτρῳ].

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de neige;
2 d’une blancheur de neige.
Étymologie: χιών.

Greek Monolingual

-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α
όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδηςχιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσ-εος)].

Greek Monotonic

χῐόνεος: -α, -ον (χιών), χιονισμένος, λευκός σαν το χιόνι, σε Βίωνα, Ανθ. ( σε εξάμετρο στίχο).

Russian (Dvoretsky)

χῐόνεος: χιών (ῑ in arsi)
1) снежный (νιφάδες Anth.);
2) покрытый снегом (κρύσταλλος Anth.);
3) белоснежный (σάρξ Anth.).

Middle Liddell

χιόνεος, η, ον χιών
snowy, snow-white, Bion., Anth. [ῑ in hexam. verse.]