μυθικός

From LSJ
Revision as of 19:26, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθικός Medium diacritics: μυθικός Low diacritics: μυθικός Capitals: ΜΥΘΙΚΟΣ
Transliteration A: mythikós Transliteration B: mythikos Transliteration C: mythikos Beta Code: muqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mythic, legendary, μ. τις ὕμνος Pl.Phdr.265c; οἱ μ. χρόνοι D.H.1.2; τὰ μ. books of legends, title of treatise by Neanthes, Ath.13.572e. Adv. -κῶς Arist.Metaph.1000a18, 1074b4, Cael.284a23; opp. ἀληθῶς, Phld. Rh.2.53S.: Comp. -ωτέρως or -ώτερον, Sch.Lyc.18, Tz.H.2.823.

German (Pape)

[Seite 214] zur Sage, Fabelgeschichte, Mythologie gehörig; ὑμνος, Plat. Phaedr. 265 c; Sp.; τὰ Μυθικά, Titel von Büchern über Sagengeschichte, Ath. XIII, 572 u. A. – Adv. μυθικωτέρως, Schol. Lycophr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς μῦθον, μυθώδης, μ. τις ὕμνος Πλάτ. Φαῖδρ. 265C· οἱ μ. χρόνοι Διον. Ἁλ. 1. 2· τὰ μυθικά, βιβλία μύθων Ἀθήν. 572Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 14., 11. 8, 20, π. Οὐρ. 2. 1, 4· συγκρ. -ωτέρως ἢ -ώτερον, Σχόλ. Λυκόφρ., Τζέτζ. ὑπέρθ. -ωτάτως, Θεόδ. Στουδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mythes, mythique.
Étymologie: μῦθος.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυθικός, -ή, -όν) μύθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και της μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά της τεκμηριωμένης ιστορίας («μυθικός βασιλιάς»)
2. αυτός που είναι πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («μυθικές διηγήσεις»)
3. φρ. «μυθικοί χρόνοι» — η περίοδος της προϊστορίας κατά την οποία τα γεγονότα συμφύρονται με τους μύθους
4. αυτός που είναι θαυμαστός, αυτός που υπερέχει σε μέγεθος, αξία, δύναμη, εξαιρετικός («μυθικά πλούτη»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυθικόν
παραμύθι
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Μυθικά
τίτλος βιβλίων που είναι σχετικά με τη μυθολογία. Επιρρ. μυθικώς και -ά (ΑΜ μυθικῶς)
κατά τρόπο μυθικό.

Greek Monotonic

μῡθικός: -ή, -όν, μυθικός, θρυλικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μῡθικός: мифический, баснословный, сказочный (ὕμνος Plat.).

Middle Liddell

μῡθικός, ή, όν
mythic, legendary, Plat.