ἀκοίμητος
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ον,
A sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA11.3; φέγγος LXX Wi.7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101 H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοίμητος: -ον, = ἄϋπνος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ τύπος ἀκοίμιστος, ον εἶναι ἀμφίβολος ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.
Étymologie: ἀ, κοιμάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no duerme Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage ἀγγελίη ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12
•de ahí vigilante, atento Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.Par.Eu.Io.17.15, ὀπωπαί Nonn.D.35.234, πρόνοια POxy.1468.7 (III d.C.).
2 que no descansa, que nunca reposa del mar, A.Pr.140, ῥέεθρον ISide 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. Apoc.Esd.4.20
•que no cesa πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA 11.3, φέγγος LXX Sap.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.D.3.43, δάκρυα IG 9(2).317.4 (Trica III d.C.).
II adv. -ως vigilantemente ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101H.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)
1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος
2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος
(μσν.-νεοελλ. μτφ.)
1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος
2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος
νεοελλ.
αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνος
μσν.
ως ουσ. οι Ακοίμητοι
μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ-στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].
Greek Monotonic
ἀκοίμητος: -ον (κοιμάω), άϋπνος, άγρυπνος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοίμητος:
1) не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий (ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);
2) неугасимый (πῦρ Plut.).