ἐπιζήμιος

From LSJ
Revision as of 09:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζήμιος Medium diacritics: ἐπιζήμιος Low diacritics: επιζήμιος Capitals: ΕΠΙΖΗΜΙΟΣ
Transliteration A: epizḗmios Transliteration B: epizēmios Transliteration C: epizimios Beta Code: e)pizh/mios

English (LSJ)

Dor. etc. ἐπιζάμιος [ᾱ], ον,

   A bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Charon 12, Th.1.32, Isoc.2.18, etc.; τινί X.Mem.2.7.9, cf. Aeschin.1.45. Adv. -ίως Poll.8.147, D.Chr.14.18.    2. penal: ἐπιζήμια, τά, punishments, penalties, Pl.Lg.784e,788b; -ζάμια Tab. Heracl.1.127; χρησόμεθα ἐπιζημίοις, = ἐπιζημιώσομεν, Epist.Philipp. ap.D.18.157: sg., -ζάμιον, τό, fine, IG5(2).6.36 (Tegea), 5(1).1498 (Messenia).    II. liable to punishment, of persons, Pl.Lg.765a; of acts, Arist.Pol.1297a33, cf. PRev.Laws7.6 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 941] 1) schädlich, nachtheilig; πραγματεῖαι Isocr. 2, 18; τί πονηρὸν καὶ ἐπιζ. Xen. Mem. 1, 2, 57; Ggstz ξύμφορον, Thuc. 1, 32; τινί, Xen. Mem. 2, 7, 9. – 2) der Strafe unterworfen, ἐπιζήμιοι, ἐὰν μὴ ἴωσι Plat. Legg. VI, 765 a; ἐπιζήμιόν ἐστιν ἐκ τῶν νόμων τινί, strafbar, Aesch. 1, 45; – τὰ ἐπιζήμια, die Strafe, Plat. Legg. VI, 784 e, ἐπιζήμια τιθέναι VII, 788 b. – Adv., Poll. 5, 135 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 funeste, nuisible;
2 exposé à une amende ou à une peine;
3 pénal ; τὰ ἐπιζήμια PLAT peines, amendes.
Étymologie: ἐπί, ζημία.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιζήμιος, -ον)
αυτός που προκαλεί ζημιά, ο βλαβερός
αρχ.
1. (για πράξη ή παράλειψη) αυτός που επισύρει ποινή, που τιμωρείται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιζήμια
η τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζημία.

Greek Monotonic

ἐπιζήμιος: Δωρ. -ζάμιος, -ον (ζημία),·
I. 1. αυτός που προξενεί, που επιφέρει βλάβη, επιβλαβής, βλαβερός, επιζήμιος, σε Θουκ., Ξεν.
2. αξιόποινος· ἐπιζήμια, τά, ποινές, σε Δημ.
II. αυτός που υπόκειται σε τιμωρία, που του επιβάλλεται ποινή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιζήμιος:
1) гибельный, пагубный, вредный (τινι Xen., Arst.);
2) подлежащий или подвергнутый наказанию Plat., Aeschin.;
3) карательный: τὰ ἐπιζήμια Plat., Arst. кары, наказания, взыскания.

Middle Liddell

ζημία
I. bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Thuc., Xen.
2. penal: —ἐπιζήμια, τά, penalties, Dem.
II. liable to punishment, Aeschin.