θυμαλγής

From LSJ
Revision as of 14:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμαλγής Medium diacritics: θυμαλγής Low diacritics: θυμαλγής Capitals: ΘΥΜΑΛΓΗΣ
Transliteration A: thymalgḗs Transliteration B: thymalgēs Transliteration C: thymalgis Beta Code: qumalgh/s

English (LSJ)

ές, (ἀλγέω)

   A heart-grieving, χόλος Il.4.513; λώβη 9.387, Od.20.285; μῦθος, ἔπος, 8.272, 16.69, Hdt.1.129; μέρμηραι IG14.1942.11.    II Pass., inly grieving, [καρδία] A.Ag.1031 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1222] ές, herzkränkend; χόλος Il. 4, 513; λώβη 9, 387 Od. 18, 347; ὕβρις 23, 64; δεσμός 22, 189; κάματος 20, 285; ἔπος, μῦθος, 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch καρδία, Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμαλγής: -ές, (ἀλγέω) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ αὐτόθι 118· δεσμῷ Χ. 139· μῦθος Θ. 272· ἔπος Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις θυμηδής, θυμήρης. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 douloureux, affligeant;
2 affligé.
Étymologie: θυμός, ἀλγέω.

Greek Monolingual

θυμαλγής, -ές (Α)
1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.)
2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ-αλγής, καρδι-αλγής].

Greek Monotonic

θῡμαλγής: -ές (ἀλγέω),
I. αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. Παθ., είμαι ενδόμυχα θλιμμένος, καρδία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμαλγής:
1) причиняющий душевную боль, больно уязвляющий (λώβη, ὕβρις, μῦθος Hom.; ἔπεα Her.; μέρμηραι Anth.);
2) огорченный, страдающий (καρδία Aesch.).

Middle Liddell

θῡμ-αλγής, ές ἀλγέω
I. heart-grieving, Hom., Hdt.
II. pass. inly grieving, καρδία Aesch.