δυσπόρευτος

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπόρευτος Medium diacritics: δυσπόρευτος Low diacritics: δυσπόρευτος Capitals: ΔΥΣΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dyspóreutos Transliteration B: dysporeutos Transliteration C: dysporeftos Beta Code: duspo/reutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass, πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7; ἀνοδίαι Ph.2.14; ὁδοί D.C.53.22.

German (Pape)

[Seite 687] unwegsam, ἁμάξαις Xen. An. 1, 5, 7; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόρευτος: -ον, δι' οὗ δύσκολον νά περάσῃ τις, πηλός ταῖς ἁμάξαις δ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser, peu praticable.
Étymologie: δυσ-, πορεύομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 intransitable, difícil de recorrer πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7, ὅρια ... δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ Them.Or.14.181b, χώρα Str.16.4.24, ἀνοδίαι Ph.2.14, ὁδός D.S.4.80, cf. D.C.53.22.1, Poll.3.96.
2 que fluye con dificultad, no muy fluido αἷμα Steph.in Hp.Progn.186.15
fig. torpe, lento (ἡ ψυχή) δ. ἐστι πρὸς τὰς τοιαύτας κινήσεις Gr.Nyss.Beat.166.24.

Greek Monolingual

δυσπόρευτος, -ον (Α)
δυσκολοπέραστος.

Greek Monotonic

δυσπόρευτος: -ον (πορεύομαι), δύσβατος, δύσκολος ως προς τη διάβαση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπόρευτος: труднопроходимый, непроезжий (πηλὸς δ. ταῖς ἁμάξαις Xen.).

Middle Liddell

δυσ-πόρευτος, ον [πορεύομαι]
hard to pass, Xen.