εὐόργητος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον,
A good-tempered, ἤθεα Hp.Aër.12 (Comp.); εὐ. πρὸς τὸ πρέπον Gorg.Fr.6 D.; τοῖς κόλαξι… εὐόργητος Eub.25; τὸ εὐ. καὶ πρᾶον Arist.MM1186a23, cf. Plu.2.413c. Adv. -τως, προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ with good temper, opp. ὀργισθείς, Th.1.122.
German (Pape)
[Seite 1085] 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος, Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισθείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόργητος: -ον, (ὀργὴ) ὁ εὐμενῶς φερόμενος, «ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος» (Ἡσύχ.), Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· τοῖς κόλαξι... εὐόργητος Εὔβουλος ἐν «Διονυσίῳ» 1. 3. - Ἐπίρρ., εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, μὲ ἤπιον τρόπον, ἠπίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀργισθείς, Θουκ. 1. 122. ΙΙ. ὁ εὐκόλως εἰς ὀργὴν κινούμενος, πλήρης ὀργῆς, Πλούτ. 2. 413C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irascible.
Étymologie: εὖ, ὀργάω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσ-όργητος, θε-όργητος].
Greek Monotonic
εὐόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. -τως, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐόργητος:
1) спокойный, уравновешенный (εὐ. καὶ πρᾶος Arst.);
2) склонный к гневу, вспыльчивый Plut.
Middle Liddell
εὐ-όργητος, ον ὀργή
good-tempered:—adv. -τως, with good temper, Thuc.