Τηλέγονος

From LSJ
Revision as of 17:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τηλέγονος Medium diacritics: Τηλέγονος Low diacritics: Τηλέγονος Capitals: ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ
Transliteration A: Tēlégonos Transliteration B: Tēlegonos Transliteration C: Tilegonos Beta Code: Thle/gonos

English (LSJ)

ον, only found as pr. name, Hes.Th.1014, Arist.Po. 1453b33, etc.; =

   A Proculus, Gloss. (Proculus is expld. as qui patre longius peregrinante nascitur, ib.).

German (Pape)

[Seite 1105] fern vom Vater od. vom Vaterlande geboren, kommt wohl nur als nom. pr. vor.

Greek (Liddell-Scott)

τηλέγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς μακρὰν τοῦ πατρός του, πρβλ. τηλύγετος, εὕρηται δὲ μόνον ὡς κύριον ὄνομα, ὡς τὸ Λατ. Proculus, Ἡσ. Θ. 1014, κλπ.

Greek Monotonic

τηλέγονος: -ον (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε μακριά από τον πατέρα του ή την πατρίδα του, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

τηλέ-γονος, ον, γίγνομαι
born far from one's father or fatherland, Hes.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Télégonos, fils d’Ulysse et de Circé.
Étymologie: τῆλε, γίγνομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γιος του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' άλλη παράδοση, της Καλυψώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρτί-γονος].

Russian (Dvoretsky)

Τηλέγονος: ὁ Телегон (сын Одиссея и Кирки) Hes.