ἐπιστροφάδην

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστροφάδην Medium diacritics: ἐπιστροφάδην Low diacritics: επιστροφάδην Capitals: ΕΠΙΣΤΡΟΦΑΔΗΝ
Transliteration A: epistrophádēn Transliteration B: epistrophadēn Transliteration C: epistrofadin Beta Code: e)pistrofa/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A turning this way and that way, κτεῖνε δ' επιστροφάδην Il.10.483; τύπτε δ' ἐ. 21.20, cf. Od.22.308, 24.184 (or perh., = ἐπιστρεφῶς, earnestly, vehemently, cf. Hsch.); ἐ. βαδίζειν wander back- and forwards, h.Merc.210; on all sides, Opp.C.1.79: Poet. and late Prose, ἐ. κτείνειν, ἀναιρεῖν, Ph.2.33,320.

German (Pape)

[Seite 986] hingewandt, sich hierhin u. dahin, nach allen Seiten wendend; Hom. vrbdt es mit κτείνειν u. τύπτειν, Il. 10, 483. 21, 20 Od. 22, 308. 24, 182, rings um sich tödten; doch erkl. schon Alte besser συνεστραμμένως καὶ ἰσχυρῶς, also wie ἐπιστρεφής, tüchtig, nachdrücklich; die erste Bdtg aber tritt hervor in dor Vrbdg mit βαδίζειν, umherschweifen, H. h. Merc. 210. – Bei Opp. Cyn. 1, 79 sich hinwendend zu Einem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστροφάδην: κτεῖνε δ’ ἐπιστροφάδην, «ἐνεργῶς, ἐντόνως. ἤ, ἄλλοτε εἰς ἄλλον ἐπιστρεφόμενος. σπουδαίως» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 483· τύπτε δ’ ἐπιστροφάδην Φ. 20· τύπτον ἐπιστροφάδην, «τουτέστιν ἐπιστρεπτικῶς» (Εὐστ.), «μετ’ ἐπιστροφῆς τοῦ σώματος» (Ἀπολλώνιος), Ὀδ. Χ. 308, κτλ. (ἤ, κατ’ ἄλλους = ἐπιστρεφῶς, ζωηρῶς, σφοδρῶς)· ὡσαύτως, ἐπιστροφάδην δ’ ἐβάδιζεν, τουτέστιν οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν, ἀλλὰ τῇδε κἀκεῖσε ἀποκλίνων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 210· ἁπανταχόθεν, Ὀππ. Κ. 1. 79: ― ποιητ. ἐπίρρ. ἀπαντῶν καὶ παρὰ Φίλωνι 2.177. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιστροφάδην· ἐπιστρεφόμενος ἰσχυρῶς. ἢ μετὰ ἐπιστροφῆς τοῦ σώματος, οἷον ἐπεστραμμένως, καὶ ἐνεργῶς».

French (Bailly abrégé)

adv.
en se tournant de tous côtés, càd avec véhémence.
Étymologie: ἐπίστροφος, -δην.

English (Autenrieth)

turning in every direction, on every side.

Greek Monolingual

ἐπιστροφάδην (Α)
επίρρ.
1. εδώ κι εκεί, σε διάφορα σημεία
2. στρέφοντας το σώμα
3. με ζωηρότητα, με δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφάδην (< στροφός)].

Greek Monotonic

ἐπιστροφάδην: [ᾰ], επίρρ., στρεφόμενος πότε από εδώ πότε από εκεί, πότε δεξιά και πότε αριστερά, σε Όμηρ.· επίσης, ἐπ. βαδίζειν, μπρος και πίσω, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστροφάδην: (ᾰ) adv.
1) (поворачиваясь) во все стороны, вокруг (себя): κτεῖνε δ᾽ ἐ. Hom. и стал (Диомед) убивать направо и налево;
2) туда и сюда, взад и вперед (βαδίζειν HH).

Middle Liddell


turning this way and that way, right and left, Hom.: also, ἐπ. βαδίζειν back- and for-wards, Hhymn.