περιφράσσω

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφράσσω Medium diacritics: περιφράσσω Low diacritics: περιφράσσω Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: periphrássō Transliteration B: periphrassō Transliteration C: perifrasso Beta Code: perifra/ssw

English (LSJ)

Att. περιφράττω,

   A fence, fortify all round, ἐμαυτόν Pl.R. 365b ; κύκλον δένδρεσι Str.4.5.2 ; of armour, Hld.9.15 ; enclose, περόνη π. λίθον Procop.Aed.3.1:—Med., separate off for oneself, μέρος [τῆς στοᾶς] αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139:—Pass., πίλοις περιπεφραγμένα Hp. Aër.18; πόλις περιπεφρ. Sm.Ps.30(31).22 ; to be obstructed, f.l. for παραφρ-in Gal.UP8.6.    2 make a dam, φρυγάνοις καὶ λίθοις Arist. HA603a9.

German (Pape)

[Seite 599] attisch -ττω, ringsum einschließen, umhegen, auch mit Wall u. Mauer umgeben, Arist. H. A. 8. 20; Pol. 1, 28, 11 u. Sp., wie Lud. Gymn. 20 u. Plut. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω ἢ ὀχυρώνω ὁλόγυρα, προφυλάττω πανταχόθεν, ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας Πλάτ. Πολ. 365Β˙ σεαυτὸν φιλίᾳ περιφράξας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 28. 38˙ ― Παθ., αὖται δὲ πίλοις περιπεφραγμέναι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291˙ πόλις περιπεφρ. Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ. 2) περικλείω τι, φράττω ὁλόγυρα, λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 5.

French (Bailly abrégé)

entourer d’une barrière ou d’une enceinte.
Étymologie: περί, φράσσω.

Greek Monolingual

και περιφράττω ΝΜΑ και περιφράζω Ν
1. φράζω ολόγυρα, κατασκευάζω φράχτη γύρω σε κάτι
2. περιορίζω, προστατεύω, προφυλάσσω («φρόντισε να περιφράξει τη θεωρία του με τύπους»)
αρχ.
1. οχυρώνω
2. κατασκευάζω φράγμα ή μώλο.

Greek Monotonic

περιφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, περιζώνω με φράκτη γύρω-γύρω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περιφράσσω: атт. περιφράττω
1) обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);
2) ограждать, защищать (ἑαυτόν Plat.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to fence all round, Plat.