κυδάνω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
[ᾰ],
A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73. II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.
German (Pape)
[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.
Greek Monolingual
κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. ἐ-κύδαν-α].
Greek Monotonic
κῡδάνω: [ᾰ] = κυδαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. έχω σε υπόληψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κῡδάνω: (ᾰ)
1) делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);
2) быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδάνω [κῦδος] stralen, trots zijn:. Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον de Achaeërs waren erg trots Il. 20.42. aanzien verlenen.
Middle Liddell
κῡδάνω, = κυδαίνω only in pres. and imperf.,]
I. to hold in honour, Il.
II. to vaunt, boast, Il.