περιδεής

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδεής Medium diacritics: περιδεής Low diacritics: περιδεής Capitals: ΠΕΡΙΔΕΗΣ
Transliteration A: perideḗs Transliteration B: perideēs Transliteration C: perideis Beta Code: perideh/s

English (LSJ)

ές, (δέος)

   A very timid or fearful, π. γενέσθαι Hdt.5.44, cf. And.4.40, Th.3.28, Isoc.2.23, Alciphr.2.4, etc.; τινι at a thing, Hdt. 7.15 ; τινος Pl.Ep.348b; π.μὴTh.3.80. Adv.-εῶς in great fear, Id.6.83, etc.; πρός τινα π. σχεῖν Isoc.9.58.

German (Pape)

[Seite 572] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11.

Greek (Liddell-Scott)

περιδεής: -ές, (δέος) σφόδρα πεφοβημένος, πλήρης φόβου, π. γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 44· τινι ὁ αὐτ. 7. 15· τινος Θουκ. 3. 38, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Β· π. μή.., Θουκ. 3. 80, Ἀνδοκ. 34. 22. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐν μεγάλῳ φόβῳ, Θουκ. 6. 83, κτλ.· π. ἔχειν πρός τινα Ἰσοκρ. 200Ε. ΙΙ. ὁ ἐμποιῶν μέγαν φόβον, λίαν φοβερός, ὁ αὐτ. 19C, Ἀλκίφρων 2. 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn ou de qch;
2 terrible.
Étymologie: περί, δέος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος
αρχ.
αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός.
επίρρ...
περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ
με μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. εν-δεής].

Greek Monotonic

περιδεής: -ές (δέος), πολύ δειλός ή φοβιτσιάρης, σε Ηρόδ.· τινος, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πρόσωπο ή πράγμα, σε Θουκ.· περιδεὴς μή..., στον ίδ.· επίρρ. -ῶς, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδεής -ές [περί, δέος] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58.

Russian (Dvoretsky)

περιδεής: крайне боязливый, робкий (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения.

Middle Liddell

περι-δεής, ές δέος
very timid or fearful, Hdt.; τινος of or for a person or thing, Thuc.; π. μὴ… , Thuc.:— adv. -ῶς, in great fear, Thuc.