πανδάκρυτος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον,
A all-tearful, ὀδύρματα S.Tr.50. II all-bewept, most miserable, γένος A.Th.654; βιοτά S.Ph.689 (lyr.); ἐφαμέρων ἔθνη E.Or.976 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 457] allbeweint, von Allen zu beweinen; γένος, Aesch. Spt. 636; ἔθνη ἐφαμέρων, Eur. Or. 974; I. T. 553; – allbeweinend, immer weinend, ὀδύρματα, Soph. Trach. 50; βιοτά, Phil. 691, thränenvoll.
Greek (Liddell-Scott)
πανδάκρῡτος: -ον, πλήρης δακρύων, ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 50. ΙΙ. πανόδυρτος, δυστυχέστατος, γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 654˙ βιοτὴ Σοφ. Φιλ. 690˙ ἐφαμέρων ἔθνη Εὐρ. Ὀρ. 977.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pleuré de tous ou tout à fait déplorable;
2 plein de larmes, douloureux.
Étymologie: πᾶν, δακρύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ' ὀδύρμητα», Σοφ.)
2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ' ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο-δάκρυτος].
Greek Monotonic
πανδάκρῡτος: -ον, I. γεμάτος δάκρυα, σε Σοφ.
II. εντελώς οδυνηρός, παντελώς δυστυχισμένος, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
πανδάκρῡτος:
1) полный слез, горько плачущий (ὀδύρματα Soph.);
2) достойный слез или вечно оплакиваемый, т. е. глубоко несчастный (γένος Aesch.; βιοτά Soph.; ἐφαμέρων ἔθνη Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδάκρυτος -ον [πᾶς, δακρύω] bij iedereen tranen opwekkend, door allen beweend, door allen te bewenen:. πανδάκρυτον... γένος door allen beweend geslacht Aeschl. Sept. 654. vol tranen:. πανδάκρυτ ’ ὀδύρματα tranenrijk gejammer Soph. Tr. 50.
Middle Liddell
παν-δάκρῡτος, ον,
I. all-tearful, Soph.
II. allbewept, most miserable, Trag.