Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαραρίσκω

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: ἐπαραρίσκω Low diacritics: επαραρίσκω Capitals: ΕΠΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: epararískō Transliteration B: eparariskō Transliteration C: epararisko Beta Code: e)parari/skw

English (LSJ)

aor. 1 -ῆρσα: aor. 2 -ήρᾰρον:—

   A fit to or upon, fasten, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν on or to the posts, Il.14.167; ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν h.Merc.50.    II intr. in Ion. pf. ἐπάρηρα [ᾰρ], plpf. ἐπᾰρήρειν:—fit tight or exactly, μία δὲ κληῒ ἐπαρήρει a cross-bolt was fitted therein, Il.12.456; part. ἐπαρηρώς, υῖα, ός, close-fitting, well fixed, εὖ ἐπαρηρὼς ποσσίν firm on his feet, Arat.83: also ἐπάρμενος, η, ον, Ep. aor. part. Pass., well-fitted, prepared, ready, βίον, ὅπλα, Hes. Op.601, 627:—also in form ἐφάρμ-, suited, c. dat., Nonn.D.12.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαραρίσκω: μέλλ. ἐπάρσω: ἀόρ. β΄ -ήρᾰρον, ἀόρ. α΄ ἐπῆρσα. Προσαρμόζω εἴς τι ἢ ἐπί τινος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, «τοῖς παραστάσιν ἐφήρμοσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 167· ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 50. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἰων. πρκμ. ἐπάρηρα, ὑπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι καλῶς ἢ ἀκριβῶς, μία δὲ κληΐς ἐπᾰρήρει, «ἐφηρμόζετο, ἐπέκειτο», Ἰλ. Μ. 456· μετοχ. ἐπαρηρώς, -υῖα, -ός, καλῶς ἡρμοσμένος, ἐστηριγμένος, ποσσὶν ἐπαρηρὼς Ἄρατ. 83· ὡσαύτως ἐπάρμενος, -η, -ον, Ἐπικ. συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ., καλῶς προσηρμοσμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599, 625.

French (Bailly abrégé)

prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao. ἐπῆρσα, de pf. ἐπάρησα et d’ao.2 Moy. sync. ἐπάρμενος;
1 tr. ajuster ou fixer à ou sur : τί τινι une chose à ou sur une autre;
2 intr. (au pf., au pqp. 3ᵉ sg. ἐπαρήρει et au part. ao.2 Moy. poét. ἐπάρμενος) être bien ajusté.
Étymologie: ἐπί, ἀραρίσκω.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἐπῆρσε, plup. ἐπαρήρει: trans. (aor. 1), fit to (τινί τι), Il. 14.167, 339; intr. (plup.), fit in, Il. 12.456.

Greek Monolingual

ἐπαραρίσκω (AM)
1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι
2. παρασκευάζω, κατασκευάζω
αρχ.
1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.)
2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, -υīa, -ός
καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος
(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αραρίσκω «ταιριάζω, προσαρμόζω»].

Greek Monotonic

ἐπαραρίσκω: μέλ. -άρσω, αόρ. -ήρᾰρον·
I. προσαρμόζω πάνω σε, δένω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., σε Ιων. παρακ. ἐπάρηρα, υπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι σφιχτά ή ακριβώς, είμαι εφαρμοσμένος, στηριγμένος, προσαρμοσμένος πάνω σε κάτι, στο ίδ.· ἐπάρμενος, , -ον, μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ, έτοιμος, προετοιμασμένος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαραρίσκω: (aor. 1 ἐπῆρσα, pf. ἐπάρηρα, aor. 2 med. sync. ἐπάρμενος; для неперех. знач.: pf. ἐπάρηρα, ppf. ἐπαρήρειν)
1) прилаживать, приделывать, прикреплять (θύρας σταθμοῖσιν Hom.);
2) быть прилаженным, укрепленным (μία κληῒς ἐπαρήρει Hom.): ὅπλα ἐπάρμενα Hes. прочные снасти: ἐπάρμενος βίος Hes. заготовленные съестные припасы.

Middle Liddell

fut. -άρσω aor. -ήρᾰρον
I. to fit to or upon, fasten to, τί τινι Il.
II. intr. in ionic perf. ἐπάρηρα, plup. ἐπαρήρειν, to fit tight or exactly, to be fitted therein, Il.: ἐπάρμενος, η, ον, epic aor2 pass. part. prepared, Hes.