συντονία
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ἡ,
A tension, of the body or its organs, Hp.Acut.(Sp.) 29, Pl.Ti.84e, Arist.HA540a6, al., Thphr.Lass.7, Gal.6.174, 7.789; ῥώμη ἢ σ. Id.6.154. 2 tension of mind, intense application or exertion, opp. ἄνεσις, Arist.Pol.1341b41, Rh.1370a12; σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Pl.Def.413d. II intensity, φλεγμονῆς Hp.Prog.6 (interpol. in 2 codd., om. Kühl.); φορᾶς Epicur.Ep.2p.45U. III agreement, τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Chrysipp.Stoic.2.172.
Greek (Liddell-Scott)
συντονία: ἡ, ἔντασις, ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν ὀργάνων αὐτοῦ, Ἱππ. 401. 28, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 2, 6, κ. ἀλλ. 2) ἔντασις τῆς διανοίας, σύντονος ἐνέργεια αὐτῆς, δραστικότης, ἀντίθετον τῷ ἄνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 3, Ρητορ. 1. 11, 4· σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Πλάτ. Ὅροι 413D. II. ἐπίτασις, φλεγμονῆς Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙΙ. συμφωνία, Διογ. Λ. 7. 140.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 forte tension (du corps, des organes, etc.);
2 tension de l’esprit, application intense.
Étymologie: σύντονος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α σύντονος
νεοελλ.
1. συντονισμός
2. μουσ. συμφωνία τόνου
μσν.-αρχ.
επίταση
αρχ.
1. σύντονη ενέργεια
2. ένταση, τέντωμα
3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.).
Greek Monotonic
συντονία: ἡ, συντονισμένη ενέργεια ή έντονη δραστηριότητα σκέψης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συντονία: ἡ
1) натяжение, напряжение (τὸ ἀπὸ τῆς συντονίας πάθημα Plat.);
2) стремление, рвение (ψυχῆς πρός τι Plat.);
3) созвучность, согласованность (τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Diog. L.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντονία -ας, ἡ, Ion. ξυντονίη [σύντονος] spanning. overdr. inspanning:; μετὰ πόνου καὶ συντονίας met moeite en inspanning Aristot. Pol. 1337b40; κιρναμένην … τὴν Φαβίου βεβαιότητα καὶ ἀσφάλειαν τῇ Μαρκέλλου συντονίᾳ de vastheid en onwankelbaarheid van Fabius gemengd met de geconcentreerde daadkracht van Marcellus Plut. Fab. 19.4; met πρός + acc. gericht op. [Plat.] Def. 413d.
Middle Liddell
συντονία, ἡ,
intense application or exertion, Arist.