χειρουργία

From LSJ
Revision as of 13:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρουργία Medium diacritics: χειρουργία Low diacritics: χειρουργία Capitals: ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: cheirourgía Transliteration B: cheirourgia Transliteration C: cheirourgia Beta Code: xeirourgi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Ar.Lys.673, etc.; opp. γνώμη and γνῶσις (theory), Hp. Morb.1.6, Pl.Plt.259 e; opp. ξύνεσις, Id.Amat.135b.    II ahandicraft or art, Id.Plt.258d, 277c; τῶν ζωγράφων . . ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς Pl.Smp.203a, cf. Grg. 450b.    2 esp. the art or practice of surgery, opp. the administration of medicine, χειρουργίῃ χρῆσθαι perform an operation, Hp.Prog. [23]; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι the mode of operation, Id.Art. 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1347] ἡ, das Arbeiten mit den Händen, Ar. Lys. 673; γραφῆς καὶ συμπάσης χειρουργίας Plat. Polit. 277 c; die Ausübung eines Handwerkes oder einer Kunst, περὶ τεκτονικὴν καὶ σύμπασαν χειρουργίαν 258 d; Ggstz γνῶσις, 259 e; vgl. noch Conv. 203 a; bes. die Wundarzneikunst, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρουργία: ἡ, ἔργον γινόμενον διὰ τῶν χειρῶν, ἄσκησις τέχνης, ἢ χειρωνακτικοῦ ἐπαγγέλματος, ἐμπειρίαδεξιότης ἐν αὐτῷ, Ἀριστοφ. Λυσ. 673, Πλάτ., κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γνῶσις (θεωρία), Πλάτ. Πολιτικ. 259Ε· πρὸς τὸ λέξις, αὐτόθι 277C· πρὸς τὸ σύνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 135Β. ΙΙ.τέχνη, δεξιότης χειρῶν, οἷον ἡ τεκτονικὴ ἢ καὶ αὐταὶ αἱ καλαὶ τέχναι, οἷον ἡ γραφική, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D, 277C· τῶν ζωγράφων..ἡ καλὴ χ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 1· πληθ., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς Πλάτ. Συμπ. 203Α, πρβλ. Γοργ. 450Β. 2) μάλιστατέχνη ἢ ἄσκησις τῆς ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίας χειρουργικὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ τῶν φαρμάκων θεραπείαν, χειρουργίῃ χρῆσθαι, ἐκτελεῖν ἐγχείρησιν, Ἱππ. Προγν. 45· χειρουργίην γραφῇ διηγεῖσθαι, τὸν τρόπον τῆς ἐγχειρήσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 798· συχν. παρὰ Γαλην., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail manuel;
2 t. de chir. opération.
Étymologie: χειρουργός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α χειρουργός
η χειρουργική
αρχ.
1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια του τεχνίτη
2. χειρούργημα.

Greek Monotonic

χειρουργία: ἡ,
I. εργασία με τα χέρια, άσκηση χειροτεχνίας ή τέχνης, δεξιότητα, σε Πλάτ.
II. χειροτεχνία, στον ίδ.· ιδίως, άσκηση της χειρουργικής, χειρουργία.

Russian (Dvoretsky)

χειρουργία:
1) ручной труд, физическая работа Arph., Plat.;
2) ремесло, мастерство Plat.;
3) хирургическая операция (ἐγκαρτερεῖν τῇ χειρουργίᾳ Plut.).

Middle Liddell

χειρουργία, ἡ, [from χειρουργέω
I. a working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Plat., etc.
II. a handicraft, Plat.:—esp. the practice of chirurgery, surgery.

English (Woodhouse)

craft, handicraft, trade, manual labour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)