κατόπισθεν

From LSJ
Revision as of 08:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόπισθεν Medium diacritics: κατόπισθεν Low diacritics: κατόπισθεν Capitals: ΚΑΤΟΠΙΣΘΕΝ
Transliteration A: katópisthen Transliteration B: katopisthen Transliteration C: katopisthen Beta Code: kato/pisqen

English (LSJ)

in Poets also κάτ-θε, Adv. of Place,    A behind, after, Il.23.505, Od.22.92: c.gen., 12.148, Pancrat.Oxy.1085.14: metaph., of rank, ἁ δ' Ἀρετὰ κ. θνατοῖς ἀμελεῖται E.IA1093 (lyr.).    II of Time, hereafter, afterwards, henceforth, Od.22.40, 24.546; ὁ κ. λογισμός Pl.Ti.57e, cf. Thgn.280; also κ. λιποίμην Od.21.116, cf. Pl.R. 363d.

Greek (Liddell-Scott)

κατόπισθεν: παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως -θε, ἐπίρρ. τόπου, ὀπίσω, ὄπισθεν, τοπικῶς ἐκ τῶν νώτων, Ἰλ. Ψ. 505, Ὀδ. Χ. 92· μετὰ γεν., Ὀδ. Μ. 148·- μεταφ., ἐπὶ τάξεως, ἁ δ’ ἀρετὰ κατ. θνατοῖς ἀμελεῖται, ὑποτιμωμένη, ἐν ὑστέρᾳ μοίρᾳ τιθεμένη, Εὐρ. Ι. Α. 1093, πρβλ. μετόπισθε. II. ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, ἀκολούθως, τοῦ λοιποῦ, Ὀδ. Χ. 40., Ω. 546· ὁ κ. λογισμός Πλάτ. Τίμ. 57D, πρβλ. Θέογν. 280·- ὡσαύτως, κ. λιπέσθαι, = καταλιπέσθαι, νὰ καταλίπῃ τις ὀπίσω του, μετὰ τὸν θάνατόν του, Ὀδ. Φ. 116, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363D.

French (Bailly abrégé)

poét. κατόπισθε;
adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; fig. (être laissé) en arrière, être négligé, dédaigné ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite : κατόπισθεν λιπέσθαι OD être laissé ou rester ensuite.
Étymologie: κατά, ὄπισθεν.

English (Autenrieth)

in the rear, behind; w. gen., Od. 12.148; of time, in the future, afterwards.

Greek Monolingual

κατόπισθεν (ΑΜ, Α και κατόπισθε και κατόπιθεν)
επίρρ. τοπ. κατόπιν, από πίσω, έπειτα από κάποιον (α. «κατόπισθεν ἐπήγαινα καὶ ἐκεῑνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.
β. «κατόπισθε βαλών... δουρί», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. χρον. μετά ταύτα, ακολούθως
2. σε δεύτερη μοίρα («ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῑς ἀμελεῑται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄπισθεν.

Greek Monotonic

κατόπισθεν: στους Ποιητές, επίσης -θε, επίρρ.,
I. όπισθεν, στο πίσω μέρος, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για το χρόνο, από δω κι εμπρος, εφεξής, έκτοτε, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-όπισθεν ep. ook -όπισθε, adv. van plaats achter, van achteren; overdr.. ἁ δ ’ Ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῖς ἀμελεῖται deugd wordt door stervelingen genegeerd en achtergesteld Eur. IA 1093. van tijd voortaan, in het vervolg.

Middle Liddell


I. behind, after, in the rear, Hom.; c. gen., Od.
II. of Time, hereafter, afterwards, henceforth, Od.