βλωμός

From LSJ
Revision as of 20:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλωμός Medium diacritics: βλωμός Low diacritics: βλωμός Capitals: ΒΛΩΜΟΣ
Transliteration A: blōmós Transliteration B: blōmos Transliteration C: vlomos Beta Code: blwmo/s

English (LSJ)

ὁ, A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr.240; cf. ὀκτάβλωμος: —Dim. βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>.114e. II βλωμοί· στραβοί, Hsch.

German (Pape)

[Seite 450] ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.

Greek (Liddell-Scott)

βλωμός: ὁ, = ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. ὀκτάβλωμος· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι εἶναι ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
morceau, particul. morceau de pain.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê influence de ψωμός.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
trozo, pedazo de pan Call.Fr.508, cf. Gr.Naz.Ep.5, Sch.A.R.1.322.

• Etimología: De la r. *gelH- ‘tragar’ en grado ø /P, cf. tb. βλῆρ.

Greek Monolingual

ο (Α βλωμός)
νεοελλ.
τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο
αρχ.
μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του Ησύχιου καβλέει «καταπίνει» είναι αμφίβολη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: piece of bread (Call.),
Compounds: ὀκτά-βλωμος (Hes. Op. 442) s. Hofinger, Ant. class. 36 (1967) 457ff..
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to βλέει in καβλέει H. (s. βλέτυες). Cf. ψωμός, but etym. unknown.

Frisk Etymology German

βλωμός: {blōmós}
Grammar: m.
Meaning: Bissen, Stück (Kall.),
Composita : ὀκτάβλωμος (Hes. Op. 442).
Derivative: Davon βλωμίδιον (Eust.), βλωμιαῖος (Philem. ap. Ath. 3, 114e; cod. βλωμίλιος).
Etymology : Verbalnomen zu βλέει in καβλέει H. (s. βλέτυες), nach ψωμός gebildet (Güntert Reimwortbildungen 151 — βλωμοί· στραβοί H. muß ein anderes Wort sein (nach Grošelj Živa Ant. 3, 198 zu βάλλω[?]).
Page 1,246