γογγρώνη
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, A excrescence on the neck, Hp.Epid.6.3.6, Gal.17 (2).38. (Cf. γόγγρος 11.)
German (Pape)
[Seite 500] ἡ, Auswuchs am Halse, Kropf, Hippocr.; an Bäumen, Galen. S. γόγγρος.
Greek (Liddell-Scott)
γογγρώνη: ἡ, ἀπόστημά τι κατὰ τὸν τράχηλον, Ἱππ. 1175C· πρβλ. γόγγρος ΙΙ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Morfología: [ac. sg. γόγγρωνα Hp. en Gal.19.91]
medic. excrecencia en el cuello Hp.Epid.6.3.6, Hp. en Gal.19.91, Erot.Fr.29, Gal.17(2).38.
Greek Monolingual
γογγρώνη, η (Α) γόγγρος
απόστημα στον λαιμό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γογγρώνη -ης, ἡ uitwas\n of tumor in de nek. Hp.