αλοιφή

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλοιφή)
1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα
2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς
3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα, καθαρισμό, στίλβωμα ή επάλειψη διαφόρων αντικειμένων
νεοελλ.
λέγεται μτφ. για κάθε παρασκεύασμα, ακόμη και φαγητό, σε ρευστή κατάσταση και με υπερβολικά λεία υφή
αρχ.
1. ζωικό λίπος και ιδιαίτ. το χοιρινό πάχος
2. άλειμμα, επάλειψη, χρωματισμός
3. εξάλειψη, απαλοιφή
4. στη μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει «λάδι για επάλειψη», «αλοιφή από ελαιόλαδο» (μυκην. a-ro-pa).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλοιφῶ
αρχ.
ἀλοιφαῖος
μσν.
ἀλοιφεῖον νεοελλ. αλοιφάτος, αλοιφένιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλοιφόπιτα, αλοιφοφυράματα].