φορητός
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E. Hipp.443, Luc.Salt.27: I borne, carried, φορητὰ κυμάτεσσιν Pi.Fr. 88.1; φ. ὕδωρ Str.3.2.8; φ. ὑπὸ (v.l. ἐπὶ) δελφίνων Plu.2.163c; of the planets, Poll.4.156. 2 to be carried, moveable, οἰκίαι Ph.2.238; ἱερόν ib.146: metaph., ἄστατος καὶ φ. constantly moving, Id.1.219; [φύσις] μετάβολος καὶ φ. Plu.2.428b; τὸ τῆς φύσεως φ. Hierocl. in CA7p.429M. II bearable, endurable, A.Pr.979; Κύπρις γὰρ οὐ φορητός E.l.c.; φορητὸς ἡ ᾠδή Luc. l.c., cf. Tim.23, Jul.Gal. 201e; ἐμβολὴ οὐ φ. irresistible, Arr.Tact.12.10.
German (Pape)
[Seite 1300] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von φορέω, 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443.
Greek (Liddell-Scott)
φορητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, πλανητός, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. ὕδωρ Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν αὐτόθι 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· φύσις φ. καὶ μετάβολος Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· Κύπρις γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
French (Bailly abrégé)
ή ou poét. ός, όν :
I. au pr.
1 porté;
2 qui se meut;
II. fig. supportable, tolérable.
Étymologie: φορέω.
English (Slater)
φορητός
1 borne ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φορητός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α φορῶ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τον μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)
αρχ.
1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ.
β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, Πολυδ.)
2. μτφ. α) ευμετάβολος, άστατος («φύσις φορητὴ καὶ μετάβολος», Πλούτ.)
β) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός.
επίρρ...
φορητῶς Α
με υποφερτό τρόπο.
Greek Monotonic
φορητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ.,
I. φερόμενος, μεταφερόμενος, σε Πίνδ.
II. ως μετάφραση του Λατ. ferculum, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φορητός: и 2 [adj. verb. к φορέω
1) носимый, несомый (κυμάτεσσι Pind.; ἐπὶ δελφίνων διὰ θαλάττης Plut.);
2) подвижный, находящийся в постоянном движении (φύσις Plut.);
3) выносимый, терпимый, сносный Luc.: οὐ φ. Aesch., Eur. невыносимый, нестерпимый.
Middle Liddell
φορητός, ή, όν
I. borne, carried, Pind.
II. to be borne, endurable, Aesch., Eur.