ὀσμώδης
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ες, A = ὀσμήρης, Arist.Sens.443a13 : Comp. ὀδμωδέστερα Thphr.CP2.16.1: Sup. ὀσμωδέστατα Id.Sens.20.
German (Pape)
[Seite 396] ες, = ὀσμήρης, Arist. de sens. 5, 4; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμώδης: -ες, = ὀσμήρης, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.
Greek Monolingual
ὀσμώδης, -ῶδες (Α) οσμή
πλήρης οσμής, οσμήρης.
Russian (Dvoretsky)
ὀσμώδης: обладающий запахом, пахучий (ξύλα Arst.).