Λιβύη

From LSJ
Revision as of 18:22, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λῐβύη Medium diacritics: Λιβύη Low diacritics: Λιβύη Capitals: ΛΙΒΥΗ
Transliteration A: Libýē Transliteration B: Libyē Transliteration C: Livyi Beta Code: *libu/h

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, Libya, Od.4.85, 14.295, Hdt.1.46, etc.; also for Africa generally, Id.4.42, al.; A the west bank of the Nile, PTaur.8.9 (ii B.C.), PLond.1.3.8 (ii B.C.): prov., ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν or ἀεὶ Λιβύη φέρει τι κακόν, Arist.HA606b20, Zen.2.51:—Adv. Λῐβύηθεν, from Libya, D.P. 46, 222:—also Λῐβύηθε, Dor. Λῐβῠᾱθε, Nic.Al.368, Theoc.1.24:—Adj. Λῐβῠκός, Λιβυκή, Λιβυκόν, Libyan Hdt.2.8, etc.; Λιβυκὸν ὄρνεον, i.e. a strange, foreign bird, Ar.Av.65; Λιβυκοὶ λόγοι a kind of fables resembling those of Aesop, Arist.Rh.1393a30; also, western, Ptol.Tetr.119; = δυτικός, Procl. Par.Ptol.29.

Greek (Liddell-Scott)

Λῐβύη: ἡ, τὸ βόρειον μέρος τῆς Ἀφρικῆς τὸ πρὸς δυσμὰς τῆς Αἰγύπτου, Ὀδ. Δ. 85., Ξ. 295, Ἡρόδ., κτλ.· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὅλης ἠπείρου, ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινὸν ἢ κακὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 11, Παροιμιογρ.· ― Ἐπίρρ. Λιβύηθεν, ἐκ τῆς Λιβύης, Διον. Π. 46. 222· ὡσαύτως Λιβύηθε, Δωρ. -ᾱθε, Νικ. Ἀλ. 368, Θεόκρ. 1. 24· ― Ἐπίθ. Λιβυκός, ή, όν, Ἡρόδ., κτλ.· Λ. ὄρνεον, δηλ. ξένον καὶ παράδοξον πτηνόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 65· Λ. λόγοι, εἶδος μύθων ὁμοίων τοῦ Αἰσώπου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 2· πρβλ. Λίβυς. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 175.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la Libye, p. ext. l’Afrique.
Étymologie: Λίβυς.

English (Autenrieth)

Libya, west of Egypt, Od. 4.85, Od. 14.295.

English (Strong)

probably from λίψ; Libye, a region of Africa: Libya.

English (Thayer)

Λιβύης, ἡ, Libya, a large region of northern Africa, bordering on Egypt. In that portion of it which had Cyrene for its capital and was thence called Libya Cyrenaica (ἡ πρός Κυρήνην Λιβύη;, Josephus, Antiquities 16,6, 1; ἡ Λιβύηκατά Κυρήνην (which see), Josephus, Antiquities 14,7, 2; 16,6, 1; b. j. 7,11;
c. Apion. 2,4 (where cf. Müller's notes)): Acts 2:10.

Greek Monotonic

Λῐβύη: ἡ, βόρειο μέρος της Αφρικής στα δυτικά της Αιγύπτου, η Λιβύη, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στους μεταγεν. συγγραφείς επίσης, λέγεται για όλη την ήπειρο· επίρρ., Λιβύηθεν, επίσης, Λῐβύηθε, Δωρ. Λιβύᾱθε, από τη Λιβύη, σε Θεόκρ.· επίθ. Λιβυκός, , -όν, σε Ηρόδ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Λῐβύη: дор. Λιβύα ἡ Ливия
1) дочь Эпафа, мать Агенора, Бела и Лелега от Зевса Aesch. etc.;
2) сев.-зап. побережье Африки до обоих Сиртов Hom.;
3) (= Λιβυκὸς νομός) область между сев. Египтом и Мармарикой Her.;
4) вся сев. Африка Arst., Polyb. etc.

Middle Liddell

Λῐβύη, ἡ,
Libya, the north part of Africa west of Egypt, Od., Hdt.; in later writers also for the whole Continent

Chinese

原文音譯:LibÚh 利畢誒
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:呂彼亞
字義溯源:呂彼亞;非洲北部一地區,埃及之西,今稱利比亞,那裏的猶太人,在五旬節時曾往耶路撒冷聚會。字義:受苦的,或源自(λίψ)=西南風*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 呂彼亞(1) 徒2:10