ἀσυμπαθής
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ές, A without fellow-feeling or sympathy, ἑαυτῷ Plu.Cor.21; πρός τινα Id.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20, Plot.2.9.16, Procl.Inst.28; πρὸς τὸν λόγον Arr.Epict.2.9.21. Adv. ἀσυμπαθῶς D.S.13.111, Porph.Sent.32. II Medic., unaffected by an operation, Sor.2.60. III Astrol., epith. of certain ζῴδια, Cat. Cod.Astr.1.135.13. Adv. ἀσυμπαθῶς Vett.Val.146.24.
German (Pape)
[Seite 380] ές, ohne Mitgefühl, nicht theilnehmend, τινί, mit Einem, Plut. Cor. 21; D. Sic. 13, 111; nicht übereinstimmend, πρός τι Sp.; καὶ ἀσύγκρατος Plut. adv. Col. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπᾰθής: -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· πρός τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui manque de sympathie ou de compassion.
Étymologie: ἀ, συμπαθής.
Spanish (DGE)
-ές
I 1carente de compasión, inmisericorde, cruel de pers. ἑαυτῷ Plu.Cor.21, πρὸς ὑμᾶς Plu.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20.18, εἰ καὶ ἄλλως ἀσυμπαθὴς ἦν Basil.M.30.216B
•de abstr. πάθαι Eus.HE 8.12.7, τρόπος Cyr.Al.M.72.620C
•subst. εἰς ἐσχάτην ὠμότητα καὶ τὸ ἀσυμπαθές Chrys.M.57.310.
2 de pers. que no comparte un sentimiento (ἡμεῖς) ἀσυμπαθεῖς πρὸς τὸν λόγον no nos sentimos de acuerdo con el nombre (de judíos), Arr.Epict.2.9.21, ἐν τοῖς θεάτροις ἀσυμπαθέστατος ἦν D.L.4.17
•de cosas y abstr. incompatible τιμή Plot.2.9.16, de las partes del cosmos καὶ οὐκ ἀσυμπαθῆ ... τὰ μέρη θησόμεθα Synes.Prouid.2.7, (τὸ παραγόμενον) Procl.Inst.28, de los signos del zodíaco Cat.Cod.Astr.1.135.13
•carente de expresión ὀφθαλμοί Sch.A.Th.696b.
3 medic. no afectado por una operación, Sor.139.28.
II adv. -ῶς sin compasión φονεύειν ἀ. D.S.13.62, ἀ. τῶν ἠτυχηκότων D.S.13.111, κινεῖσθαι ἀ. Porph.Sent.32.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσυμπαθής, -ές) συμπάσχω
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια για κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
ο μη συμπαθής, ο αντιπαθητικός
αρχ.
εκείνος που δεν θεραπεύεται με εγχείρηση.
Greek Monotonic
ἀσυμπᾰθής: -ές, αυτός που δεν έχει συμπάθεια σε κάποιον, τινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμπᾰθής: не испытывающий сострадания, не сочувствующий (τινι и πρός τινα Plut., Diog. L.).
Middle Liddell
without sympathy with, τινι Plut.