γεννήτωρ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Dor. γεννάτωρ, ορος, ὁ, A = father, progenitor, γενέτωρ, Ζεύς A.Supp.206, E.Hipp.683, Jul.Or.2.51d, v.l. in Arist.Mu.397b21; γ. καὶ ἑστιοῦχον Pl.Lg.878a: pl., ib.869a; θεῷ γεννήτορι πάντων IG3.636: metaph. of numbers, ἐὰν πυθμενικοὶ ὦσιν οἱ γ. Iamb. in Nic.p.56 P., al.
German (Pape)
[Seite 483] ορος, ὁ, Erzeuger, Aesch. Suppl. 206; Eur. Hipp. 683; Plat. Menex. 248 e Conv. 209 a, u. öfter in legg.; auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γεννήτωρ: Δωρ.–άτωρ, ορος, ὁ, = γενέτωρ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 206, Εὐρ. Ἱππ. 683, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· θεῷ γεννήτορι πάντων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 915. 7· πρβλ. νάτωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. γεννητής.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Alolema(s): dór. γεννάτωρ Ocell.Fr.1, Ecphant.Pyth.Hell.82.5
1 progenitor Ζεύς A.Supp.206, E.Hipp.683, γεννήτορά τε αὑτοῖς ... γίγνεσθαι ... ἐπευξαμένους en el sent. gener. de propagador del γένος Pl.Lg.878a, cf. Plu.2.880c.
2 padre ἁ γὰρ τῶν γεννωμένων ἀπογένεσις σωτηρία τᾶς γεννάτορος ὕλας Ocell.l.c., cf. Ecphant.l.c., οὐ γὰρ ἀλλοῖον ὁ γ. ἐγέννα Basil.M.31.601C, ὁ Πατὴρ ἀρχὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ γ. ἐστι Ath.Al.M.26.41A, οἱ γεννήτορες los padres Pl.Lg.869a, Gr.Naz.M.36.396C, Hsch.
•c. gen. engendrador, creador ὁ ... τοῦ πατρὸς γ. Iul.Or.3.51d, τού[τ] ου γ. Ἀμέριμνος IEphesos 2102.9, cf. Vett.Val.229.10, IG 22.4223.7 (IV d.C.)
•fig. ὧν δή εἰσι καὶ οἱ ποιηταὶ πάντες γεννήτορες Pl.Smp.209a, ὁ διάβολος ... γ. τῶν κακῶν Cyr.H.Catech.2.4.
3 mat. οἱ γεννήτορες generadores ref. a los números múltiplos que son antecedentes c. rel. al consiguiente ἐὰν μὲν πυθμενικοὶ ὦσιν οἱ γεννήτορες Iambl.in Nic.56, ref. al multiplicando y multiplicador c. rel. al resultado, Iambl.in Nic.64.
Greek Monolingual
γεννήτωρ, ο (AM, Α και γεννάτωρ και γεννέτωρ) γεννώ
1. ο πατέρας
2. ο δημιουργός
3. πληθ. οι γονείς
αρχ.
(για αριθμούς) ο αρχικός, από τον οποίο προέρχονται οι άλλοι.
Greek Monotonic
γεννήτωρ: Δωρ. -άτωρ, -ορος, ὁ = γενέτωρ, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γεννήτωρ: ορος ὁ Aesch., Eur., Plat., Plut. = γεννητής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεννήτωρ -ορος, ὁ γεννάω verwekker, (stam)vader; overdr. : ὧν δή εἰσι καὶ οἱ ποιηταὶ πάντες γεννήτορες (deugden) waarvan natuurlijk ook alle dichters de verwekkers zijn Plat. Smp. 209a.