ὀαρίζω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
(ὄαρος), Ep. Verb, used only in pres. and impf., A converse or chat with (Luc.Par.43), c. dat. pers., ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί Il.6.516 ; τῷ ὀαριζέμεναι (v. δρῦς) 22.127 ; μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν h.Merc.170 : c.acc. cogn., ὀάρους ὀαρίζει h.Hom.23.3 : contr. impf., ὠρίζεσκον φιλότητι h.Merc.58.
German (Pape)
[Seite 288] vertrauten Umgang haben, sich vertraulich unterhalten; τινί, mit Einem, vom Gespräche, παρθένος ἠΐθεός τ' ὀαρίζετον ἀλλήλοιϊν, Il. 22, 127, vgl. 6, 516; μετά τινι, H. h. Merc. 170; ὀάρους ὀαρίζειν, H. h. 22, 3; auch Luc. paras. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ὀᾰρίζω: (ὄαρ), Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνομιλῶ μετὰ οἰκειότητος, «γλυκομιλῶ» μετά τινος, (Λουκ. Παράσ. 43), μετὰ δοτ. προσ. ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικὶ Ἰλ. Ζ. 516· ᾧ ὀαριζέμεναι (ἴδε ἐν λ. δρῦς) Χ. 127: οἰκείως κοινωνῶ, συνδιατρίβω, μετ’ ἀθανάτοις ὀαρίζειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 170· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀάρους ὀαρίζειν Ὁμ. Ὕμν. 22. 3· συνῃρ. παρατατ., ὠρίζεσκον φιλότητι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. épq. ὀάριζον;
1 vivre en commerce intime : τινί, avec qqn;
2 p. ext. causer, jaser.
Étymologie: ὄαρ.
English (Autenrieth)
inf. ὀαριζέμει αι, ipf. ὀάριζε: converse familiarly, chat. (Il.)
English (Slater)
ὀαρίζω
1 utter softly λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ ]μων τελευταῖς ὀαρίζε[ι ] λόγον τερπνῶν ἐπέων (supp. Lobel) (Pae. 14.33)
Greek Monolingual
ὀαρίζω (Α)
(επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.)
1. συνομιλώ με οικειότητα ή ερωτικά, γλυκομιλώ ή ερωτοτροπώ («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», Ομ. Ιλ.)
2. συναναστρέφομαι με οικειότητα («βέλτερον ἥματα πάντα μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν», Ύμν. εις Ερμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄαρ «γυναίκα σύζυγος» (βλ. λ. όαρ)].
Greek Monotonic
ὀᾰρίζω: (ὄαρος), σε ενεστ. και παρατ., συνδιαλέγομαι ή κουβεντιάζω με κάποιον, συνομιλώ με οικειότητα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὀαριζέμεναι (Επικ. απαρ.), στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀᾰρίζω: (impf. iter. ὠρίζεσκον)
1) (тж. ὀάρους ὀ. HH) вести разговор, беседовать (τινί Hom.);
2) вращаться в (чьем-л.) кругу, общаться (μετ᾽ ἀθανάτοις HH): ὀ. φιλότητι HH сочетаться в любви.
Middle Liddell
ὀᾰρίζω, ὄαρος [used in pres. and imperf.]
to converse or chat with one, c. dat., Il.; ὀαριζέμεναι (epic inf.) Il.