ἀντεπίρρημα

From LSJ
Revision as of 15:54, 29 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπίρρημα Medium diacritics: ἀντεπίρρημα Low diacritics: αντεπίρρημα Capitals: ΑΝΤΕΠΙΡΡΗΜΑ
Transliteration A: antepírrēma Transliteration B: antepirrēma Transliteration C: antepirrima Beta Code: a)ntepi/rrhma

English (LSJ)

ατος, τό, A antepirrhema, counter-epirrhema, Heph.Poeëm.8.2, Poll.4.112; v. ἐπίρρημα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπίρρημα: τό, Πολυδ. Δ΄, 112∙ ἴδε ἐν λ. ἐπίρρημα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
antepirremaparte de la parábasis de la comedia, Heph.Poëm.8.2, cf. Poll.4.112.

Greek Monolingual

ἀντεπίρρημα, το (Α)
τμήμα της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το επίρρημα (συνήθως σε τροχαϊκούς τετραμέτρους μετά την παράβαση).

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπίρρημα: ατος τό антэпиррема (в староатт. комедии - второе заключит. слово, следовавшее вместе с эпирремой после парабазы).