πολλαπλάσιος

From LSJ
Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλᾰσιος Medium diacritics: πολλαπλάσιος Low diacritics: πολλαπλάσιος Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: pollaplásios Transliteration B: pollaplasios Transliteration C: pollaplasios Beta Code: pollapla/sios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Alcid.Soph.28), Ion. πολλα-πλήσιος, η, ον, (πολύς) A many (or a number of) times as many or as large, Hdt.3.135, 8.140.α'; π. πρὸς πολλοστημόριον Arist.Metaph.1020b27; π. ἤπερ... ἢ…, many times as many as... many times more or larger than... Hdt.4.50, al., Pl.R.530c: c. gen., Hdt.7.48, Antipho 3.2.10, Th. 4.94, etc.; π. τινὸς τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ the same multiple of... Archim. Spir.19Cor.; also π. τινὸς κατὰ τοὺς ἑξῆς ἀριθμούς ib.Praef. Adv. -ίως Hp.Acut.62, Epicur.Nat.111 G., Archim.Aren.1.2, D.C.44.39, etc.; π. ταχύ Anaxag.9: neut. pl. as Adv., X.Cyr.1.5.9. II π. ἀναλογία, prob. geometrical progression, Arist.APo.78a1. III πολλαπλάσιον, τό, a multiple: in plural, ἰσάκις π. equimultiples, Euc.5 Def.5; ὡσαύτως π. the same multiples, Id.5.15. IV Adv. -ίως by multiplication, Dam.Pr.148.

German (Pape)

[Seite 658] ion. πολλαπλήσιος, auch 2 Endgn, vielfältig, vielmal mehr oder größer; theils absol., Her. 3, 135 u. A., theils mit ἤ, ἤπερ, πολλαπλάσιον τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προστάττεις, Plat. Rep. VII, 530 c, vgl. 534 a, Xen. Cyr. 8, 2, 18 u. A., theils c. gen. wie ein compar. vrbdn, Her. 7, 48 Thuc. 4, 94; τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Plat. Rep. VIII, 555 e; Xen. Cyr. 5, 2, 30 u. öfter; εἰς πολλαπλασίας τούτου συμφορὰς ἥκω, Antiph. 3 β 10; Pol. 1, 33, 10 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλάσιος: α, ον (ος, ον Ἀλκιδάμ. σ. 51 Βεκκῆρ.)· Ἰων. --πλήσιος, η, ον, ὡς τὸ διπλήσιος, ἂν καὶ τὸ α εἶναι βραχύ, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xxxiv (πολύς)· ― ὡς καὶ νῦν, πολλάκις τόσος, πολλάκις μείζων ἢ πλείων, Ἡρόδ. 3. 135., 8. 140. κ. ἀλλ.· π. πρὸς πολλοστημόριον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) πολλ. ἢ..., ἢ ἤπερ..., πολλάκις τόσος ὅσος..., πολλάκις πλείων ἢ μείζων ἢ..., Ἡρόδ. 4. 50, Πλάτ. Πολ. 730C· οὕτω μετὰ γεν., Ἡρόδ. 7. 48, Ἀντιφῶν 122. 25, Θουκ. 4. 94. κτλ.· ― Ἐπίρρ. -έως, Ἱππ. 455. 18, κτλ.· ὡσαύτως οὐδ. πληθ, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9. ΙΙ. τὸ πολλ. ἀναλογία, ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 12, 7, παρά τινων νομίζεται ὅτι σημαίνει τὴν γεωμετρικὴν πρόοδον (οἷον 2, 4, 8, 16, κτλ.)· παρ’ ἄλλων δὲ ὅτι σημαίνει σειρὰν ἐν ᾗ ἕκαστος τῶν ὅρων εἶναι τὸ τετράγωνον τοῦ προηγουμένου (οἷον 2, 4, 16, 256, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
plusieurs fois aussi grand ou aussi nombreux ; ἤ ou ἤπερ, plusieurs fois aussi grand que ; τινος plusieurs fois aussi grand que qch ; adv. • πολλαπλάσια plusieurs fois autant.
Étymologie: πολύς, -πλάσιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / πολλαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, -ίη, -ον, Α
1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον
2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν)
ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό («το 12 είναι πολλαπλάσιο του 4»)
νεοελλ.
φρ. α) «κοινό πολλαπλάσιο πολλών δεδομένων αριθμών» — ο αριθμός που είναι ταυτοχρόνως πολλαπλάσιο όλων αυτών τών αριθμών
β) «ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο» — το μικρότερο από τα κοινά πολλαπλάσια διαφόρων αριθμών
νεοελλ.-αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πολλαπλάσια
πολλαπλασίως
αρχ.
φρ. α) «πολλαπλάσιος τίνος τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ» — το πολλαπλάσιο του ίδιου αριθμού
β) «πολλαπλάσιος ἀναλογία» — γεωμετρική πρόοδος, όπως 2, 4, 8, 16 ή σειρά κατά την οποία καθένας από τους όρους είναι το τετράγωνο του προηγουμένου, όπως 2, 4, 16, 256.
επίρρ...
πολλαπλασίως ΝΜΑ και πολλαπλάσια ΝΑ
με πολλαπλάσιο τρόπο, πολλές φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («τους τε ὐπουργοῦν τάς τι πολλαπλασίως ἠμείβετο», Δίων Κάσσ.)
μσν.
με πολλαπλασιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλα- του πολύς (βλ. λ. πολύς) + -πλάσιος].

Greek Monotonic

πολλαπλάσιος: [πλᾰ], -α, -ον, Ιων. -πλήσιος, , -ον (πολύς
1. ο τόσες φορές πολύς, πολλές φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος..., στον ίδ., σε Πλάτ.· ομοίως με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλάσιος: ион. πολλαπλήσιος 3 многократный, во много или несколько раз больший: πολλαπλήσια ἀντιδώσειν Her. вернуть сторицей; πολλαπλάσιον πρὸς πολλοστημόριον Arst. отношение того, что в несколько раз больше, к тому, что в несколько раз меньше (т. е. произведения к своему сомножителю); ὄντες πολλαπλάσιοι τῶν ἐναντίων Thuc. (численно) в несколько раз превосходящие противников; ἐν τῇ πολλαπλασίᾳ ἀναλογίᾳ Arst. в многократном отношении, т. е. в геометрической прогрессии.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαπλάσιος -α -ον, Ion. πολλαπλήσιος, ook πολυπλάσιος [πολύς, ~ διπλάσιος] vele malen meer, veel meer:; φὰς ἄλλα οἱ πολλαπλήσια ἀντιδώσειν zeggend dat hij hem in ruil andere dingen zou geven die veel meer waard waren Hdt. 3.135.2; met ἤ:; πολλαπλάσιον... τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται het vak astronomie wordt veel ingewikkelder dan het nu is Plat. Resp. 530c; met gen..; τὸ Ἑλληνικὸν στράτευμα φαίνεται πολλαπλήσιον ἔσεσθαι τοῦ ἡμετέρου; denk je dat het Griekse leger vele malen groter zal zijn dan het onze? Hdt. 7.48; n. adv.. πολλαπλάσια εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον εὐφρανούμενοι in het vervolg nog veel meer vreugde belevend Xen. Cyr. 1.5.9.

Middle Liddell

πολλαπλάσιος, η, ον πολύς
1. many times as many, many times more or larger, Hdt.
2. πολλ. ἢ… , or ἤπερ… , many times as many as… , many times more or larger than… , Hdt., Plat.; so c. gen., Hdt., Thuc., etc.:— neut. pl. as adv., Xen.

English (Woodhouse)

many times as great as, many times as great, many times more

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)