ἰχθυηρός

From LSJ
Revision as of 13:35, 27 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "a" to "a")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠηρός Medium diacritics: ἰχθυηρός Low diacritics: ιχθυηρός Capitals: ΙΧΘΥΗΡΟΣ
Transliteration A: ichthyērós Transliteration B: ichthyēros Transliteration C: ichthyiros Beta Code: i)xquhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἰχθῦς) A fishy, scaly, i.e. foul, dirty, πινακίσκοι Ar.Pl.814,Fr.532; ἔλαιον Ph. Bel.90.19; ζωμός Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1275] die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχθυάριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυηρός: ά, ον, (ἰχθὺς) κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· ζωμός, «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν τίποτε ἀπὸ ψαρικὴ ἕνεκα σοῦ, (διότι ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. ἔνθα ἦν ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορά, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de poisson.
Étymologie: ἰχθύς.

Greek Monolingual

ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπηρός, οδυνηρός)].

Greek Monotonic

ἰχθυηρός: -ά, -όν (ἰχθύς), κατάλληλος για υποδοχή ψαριών, δηλ. βρώμικος, ακάθαρτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυηρός:
1) рыбный, предназначенный для рыб (πινακίσκος Arph.);
2) рыбный, приготовленный из рыбы (ζωμός Luc.).

Middle Liddell

ἰχθυηρός, ἰχθύς
fishy, scaly, i. e. foul, dirty, Ar.