πτέρνις
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ὁ, a kind of A hawk, Arist.HA620a19.
German (Pape)
[Seite 808] ὁ, ein Raubvogel, Arist. H. A. 9, 36, v.l. πέρνης, u. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πτέρνις: ὁ, εἶδος ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνα ή < πτερόν.
Russian (Dvoretsky)
πτέρνις: v.l. πτερνίς и πτέρνης, εως ὁ птернис (род хищной птицы) Arst.