προσάνειμι
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
(εἶμι A ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.
German (Pape)
[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.
French (Bailly abrégé)
monter jusqu’à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².
Greek Monolingual
Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῦσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].
Greek Monotonic
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), ανέρχομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσάνειμι: εἶμι восходить, подниматься: τὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ᾽ ἔτι προσανῄει Thuc. часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-άνειμι omhoog gaan:. τὸ δ ’ ἔτι προσανῄει het andere deel (van het leger) was nog bezig naar boven te klimmen Thuc. 7.44.3.