κυρώνω

From LSJ
Revision as of 09:40, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

(AM κυρῶ, κυρόω)
1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη», Θουκ.
γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.)
2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, διαβεβαιώνω («δόμοις ἐμοῖσι τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν», Αισχύλ.)
μσν.
αποφασίζω
αρχ.
1. (σχετικά με επιχειρήματα ή διδασκαλίες) υποστηρίζω
2. παρέχω κάτι σε κάποιον με θέρμη («παρακαλῶ ὑμᾱς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην», ΚΔ)
3. υποστηρίζω
4. μέσ. κυροῦμαι, -όομαι
εκπληρώνω τους σκοπούς μου
5. παθ. α) (σε πλειοδοσία) κατακυρώνομαι
β) προσδιορίζομαι («ποῖ κεκύρωται τέλος;», Αισχύλ.)
γ) αποφασίζομαι («ἐκυρώθη... τηρηθῆναι τὸν νόμον», Αριστοτ.)
6. (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ κυρωθείς
ο πλειοδότης στον οποίο κατακυρώνεται αυτό που έχει τεθεί σε δημοπρασία
7. φρ. «κυρῶ δίκην» — εκδίδω απόφαση για δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρῶ πιθ. < κῦρος, ενώ δεν αποκλείεται η παραγωγή του απευθείας από το θ. κυρ- του κύρ-ιος (πρβλ. ἀνδρ-ωθῆναι: ἀνήρ). Ως β' συνθετικό απαντά στις εξής λ: ακυρώ, επικυρώ, κατακυρώ, προσκυρώ
αρχ.
αποκυρώ, διακυρώ, εξαγκυρώ, παρακυρώ, συγκυρώ, συνεπικυρώ, υποκυρώ
νεοελλ.
προσεπικυρώ / -ώνω].