εξετάζω

From LSJ
Revision as of 14:55, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξετάζω) ετάζω
1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.)
2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες»)
3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε τα δείγματα τών τροφίμων», «ἐξετάζων τὸν χρυσόν»)
4. είμαι πολύ επιφυλακτικός να αποδεχθώ κάτι, λεπτολογώ
νεοελλ.
1. με γραπτή ή προφορική δοκιμασία αξιολογώ την επίδοση τών εξεταζομένων
2. (για γιατρό) ερευνώ επιστημονικά τον οργανισμό για να κάνω διάγνωση για την κατάσταση της υγείας
μσν.
1. εξακριβώνω
2. μελετώ, σχεδιάζω
αρχ.
1. υποβάλλω κάποιον σε δοκιμασία για να εξακριβώσω το ήθος, την αξία του («τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξετάζετε», Δημοσθ.)
2. αναφέρω με τη σειρά, απαριθμώ («ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξετάζειν», Ισοκρ.)
3. παθ. συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι («μετὰ τῶν ἄλλων ἐξητάζετο», Δημοσθ.)
4. προσδιορίζομαι σε μια κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ. κλάση («ἔχαιρε γὰρ ὁ δῆμος αὐτῷ μετὰ θρίαμβον ἐν τοῖς ἱππικοῖς ἐξεταζομένῳ», Πλούτ.)
5. παθ. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
6. φρ. ἐξετάζω πρός τίναπρός τι» — συγκρίνω, παραβάλλω.