συνεγείρω

From LSJ
Revision as of 13:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγείρω Medium diacritics: συνεγείρω Low diacritics: συνεγείρω Capitals: ΣΥΝΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: synegeírō Transliteration B: synegeirō Transliteration C: synegeiro Beta Code: sunegei/rw

English (LSJ)

A help in raising, κτῆνος Ps.-Phoc.140; raise also, νεκρούς Ep.Eph.2.6; help in stirring up, θρήνους Plu.2.117c:—Pass., rise together, LXX Is. 14.9, Ep.Col.2.12, etc.; of an invalid, revive, Aristid. Or.48(24).43.

German (Pape)

[Seite 1009] (s. ἐγείρω), mit od. zugleich erwecken; Phocyl. 132; λύπας καὶ θρήνους, Plut. consol. ad Apoll. p. 357.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγείρω: ὁμοῦ ἐγείρω, βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, κτῆνος Ψευδο-Φωκυλ. 132· νεκροὺς Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄, 6· ― ἀφυπνίζω ὁμοῦ, θρήνους Πλούτ. 2. 117C. ― Παθητ., ἐγείρομαι ὁμοῦ, Ἐπιστ. πρ. Κολ. β΄, 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

éveiller ou raviver en même temps.
Étymologie: σύν, ἐγείρω.

English (Strong)

from σύν and ἐγείρω; to rouse (from death) in company with, i.e. (figuratively) to revivify (spurtually) in resemblance to: raise up together, rise with.

English (Thayer)

1st aorist συνηγειρα; 1st aorist passive συνηγερθην; to raise together, to cause to rise together; Vulg. conresuscito (also conresurgo, resurgo); (τά πεπτωκότα, to rise together from their seats, λύπας καί θρηνους, Plutarch, mor., p. 117c.); in the N. T. tropically, to raise up together from moral death (see θάνατος, 2) to a new and blessed life devoted to God: ἡμᾶς τῷ Χριστῷ (risen from the dead, because the ground of the new Christian life lies in Christ's resurrection), ἐν Χρσίτω, Colossians 2:12.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐγείρω
νεοελλ.
αφυπνίζω, ξεσηκώνω
μσν.-αρχ.
βοηθώ στην ανέγερση
αρχ.
1. (σχετικά με νεκρούς) ανασταίνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον («νεκροὺς συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», ΚΔ)
2. διεγείρω συγχρόνως
3. (μέσ. και παθ.) συνεγείρομαι
(για ασθενή) αναλαμβάνω, αναζωογονούμαι.

Greek Monotonic

συνεγείρω: μέλ. -εγερῶ, συμβάλλω στην ανύψωση, την ανόρθωση, εγείρω, σηκώνω από κοινού, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι από κοινού, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εγείρω met acc. ( causat. ) mede opwekken, samen (met...) tot leven wekken; pass.. εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ als u nu met Christus uit de dood bent opgewekt NT Col. 3.1. pass. ook intrans. mee ontwaken, mee wakker worden:. καί μοι... ἡ θρασύτης συνηγείρετο mijn moed werd ook weer wakker Plat. Chrm. 156d.

Russian (Dvoretsky)

συνεγείρω:
1) досл. пробуждать, перен. вызывать (τὰς λύπας καὶ τοὺς θρήνους Plut.);
2) воскрешать (τινα NT); pass. воскресать NT.

Middle Liddell

fut. -εγερῶ
to help in raising, NTest.:—Pass. to rise together, NTest.

Chinese

原文音譯:sunege⋯rw 尋-誒給羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-喚醒
字義溯源:一同復活;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἐγείρω)*=醒)組成
出現次數:總共(3);弗(1);西(2)
譯字彙編
1) 一同復活(2) 弗2:6; 西2:12;
2) 你們⋯一同復活(1) 西3:1