εὐόριστος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον, A easily bounded or limited, Arist.Mete.360a23; τὸ εὐ., opp. τὸ δυσόριστον, ib.378b24, GC329b31; μέτρον ἀριθμῷ οὐκ εὐ. Herod. Med. ap. Orib.6.25.4.
German (Pape)
[Seite 1085] leicht zu begränzen, zu definiren, Arist. metaph. 9, 6; leicht, schwach begränzt, Meteor. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόριστος: -ον, ὃν εὐκόλως τηρεῖ τις ἐντὸς ὁρίων, ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν· εὐόριστον μὲν ὡς ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 6· τὸ εὐόρ., ἀντίθετον τῷ τὸ δυσόριστον, αὐτόθι 4. 1, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 3. - Κατὰ τὸν Ζωναρᾶν σ. 917: «εὐόριστον τὸ ψηλαφώμενον καὶ φθειρόμενον, οἷον ὁ ἄρτος καὶ τὰ ὅμοια».
Greek Monolingual
εὐόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.)
2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθόριστος, αόριστος].
Russian (Dvoretsky)
εὐόριστος:
1) легко ограничиваемый, без труда вводимый в пределы Arst.;
2) легко определимый Arst.