σεβάσμιος

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεβάσμιος Medium diacritics: σεβάσμιος Low diacritics: σεβάσμιος Capitals: ΣΕΒΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: sebásmios Transliteration B: sebasmios Transliteration C: sevasmios Beta Code: seba/smios

English (LSJ)

ον, Vett.Val. 242.26, also ος, α, ον ib. 14, Hdn. 7.5.3; (< σέβας): — reverend, venerable, august, Plu. 2.764b, Luc. Am. 19, etc.; τὸ σ. Orph. H. 27.10; τὸ πρὸς θεοὺς σ. reverence for…, Hdn. 2.10.2. Adv. -ίως Ptol.Ascal. p. 395 H. as epithet of the Roman Emperor, = Σεβαστός, Augustus, SIG 834.6 (Sup., ii AD), Hdn. 2.3.3 (v.l. σεβαστόν) οἱ Σεβασμιώτατοι Καίσαρες CPR 37.15 (iii AD); σ. ὅρκος, oath taken by the genius of the Emperor, PSI 1.40.19 (ii AD), etc. Σεβάσμια, τά, games in honour of the Emperor, IG 3.129 (iii AD, in form Σεβάσμεια, but perhaps rather Σεβασμεῖα, contr. from 'Σεβασμιεῖα); also on coins, Head Hist. Num. 2717, 784.

German (Pape)

[Seite 867] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie σεβαστός für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = σέβασις, id. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σεβάσμιος: -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. ὡσαύτως ος, α, ον· (σέβας)· - σεβαστός, ἄξιος σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., σέβας πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίκλησις ἢ ἐπώνυμον, οἷον Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. Σεβαστεῖον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.
Étymologie: σεβασμός.

Greek Monolingual

-α, -ο / σεβάσμιος, -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α σεβασμός
άξιος σεβασμού, σεβαστόςσεβάσμιος γέροντας»)
νεοελλ.
προσφώνηση του προϊσταμένου τεκτονικής στοάς
αρχ.
1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο Αύγουστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεβάσμιον ο σεβασμός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σεβάσμια και σεβάσμεια και σεβασμεῑα
αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα
4. φρ. «σεβάσμιος ὅρκος» — όρκος που δινόταν στο όνομα του αυτοκράτορα.
επίρρ...
σεβασμίως ΝΑ, και σεβάσμια Ν
με σεβασμό.

Russian (Dvoretsky)

σεβάσμιος: достойный почитания, священный (Ἀφροδίτη Plat.; ὀνόματα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεβάσμιος -ον [σεβασμός] eerbiedwaardig.