σεμνοπροσωπέω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A assume a grave, solemn countenance, ἐπί τινι Ar.Nu.363, cf. AP11.382.14 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 871] eine ehrwürdige, ernsthafte, vornehme Miene annehmen; Ar. Nubb. 362; Agath. 69 (XI, 382); D. Cass. 65, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
prendre un air grave : ἐπί τινι à l’adresse de qqn.
Étymologie: σεμνός, πρόσωπον.
Greek Monotonic
σεμνοπροσωπέω: μέλ. -ήσω (πρόσωπον), υιοθετώ μια σοβαρή, σεμνή έκφραση προσώπου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σεμνοπροσωπέω: принимать серьезное выражение лица, напускать на себя важный вид Arph., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνοπροσωπέω [σεμνός, πρόσωπον] een plechtig gezicht trekken.
Middle Liddell
σεμνο-προσωπέω, fut. -ήσω πρόσωπον
to assume a grave, solemn countenance, Ar.