νωπέομαι
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
A to be downcast, lon Hist. 1, Phot. s.v. νενώπηται (Hsch. also has ἐνώπηται (sic)).
Greek (Liddell-Scott)
νωπέομαι: δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται).
Greek Monolingual
νωπέομαι (Α)
γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ
ἀσθενής τῇ ὄψει». Το ρ., πάντως, συνδέεται με τη λ. προνωπής «αυτός που γέρνει, που έχει το κεφάλι σκυμμένο»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to be downcast, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. προνωπής. Or from νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει H. (Bq)?
Frisk Etymology German
νωπέομαι: {nōpéomai}
Grammar: v.
Meaning: niedergeschlagen sein, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Etymology: Vgl. προνωπής. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ ὄψει H. (Bq)?
Page 2,331