ἀπορούω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A dart away, Ἰσἀῖος δ' ἀπόρουσε Il.5.20, etc.; esp. start back, Od.22.95; ἀλλήλων Orph.A. 705. 2. spring up from, πρέμνων Pi.Fr.88.
German (Pape)
[Seite 322] abspringen, Hom. öfter, nur im aor. ἀπόρουσα; ἀπόρουσε λιπὼν δίφρον, sprang herab, Iliad. 5, 20; ἀπὸ πάντες ὄρουσαν 12, 83; zurückspringen, wegspringen, Od. 22, 95; πάλιν δ' ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσεν, prallte ab, Iliad. 21, 593; hervorkommen, κίονες Pind. frg. 58; – sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορούω: ἀπολείπω τι καὶ φεύγω δρομαίως, Ἰδαῖος δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· ἀλλήλων Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;
s'élancer loin de, s'élancer en arrière.
Étymologie: ἀπό, ὀρούω.
English (Autenrieth)
aor. ἀπόρουσε: spring away (from), ‘down’ from, Il. 5.20.
English (Slater)
ἀπορούω
1 rise up δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 6.
Spanish (DGE)
1 dar un salto hacia atrás, apartarse Ἰδαῖος δ' ἀπόρουσε λιπὼν περικαλλέα δίφρον Il.5.20, ἀπόρουσαν ἐνὶ δρυσὶ χαλκὸν ἀφέντες Call.Cer.60, cf. Od.22.95, A.R.2.572
•c. gen. αἱ δ' (πέτραι) ἀλλήλων ἀπόρουσαν Orph.A.705, ἀταρτηροῖο κυδοιμοῦ Q.S.7.503, ἀπ' ἄστεως Q.S.13.17
•batirse en retirada θοῶς ἀπόρουσε κύων ὥς Q.S.10.242
•c. ac. de dir. retirarse ἐς Ὠκεανοῖο ῥέεθρα Q.S.3.656.
2 alzarse desde c. gen. ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων Pi.Fr.33d.6
•abs. ponerse en pie ὣς εἰπὼν ἀπόρουσε Q.S.9.525.
Greek Monolingual
ἀπορούω (Α) ορούω
1. ορμώ προς τα εμπρός
2. πηδώ προς τα πίσω
3. αναπηδώ, τινάζομαι πάνω.
Greek Monotonic
ἀπορούω: Επικ. αόρ. αʹ -όρουσα, φεύγω βιαστικά εγκαταλείποντας κάτι πίσω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορούω: (только aor. ἀπώρουσα - эп. ἀπόρουσα)
1) соскакивать (δίφρων Hom.);
2) отскакивать, aor. отпрянуть назад (Hom. - in tmesi);
3) подниматься, вздыматься (κίονες ἀπώρουσαν Pind.).