πέραμα
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ατος, τό, ferry, Just.Nov.59.5, Gloss.
German (Pape)
[Seite 562] τό, Ort zum Übersetzen, Überfahrt, Schol. Od. 4, 671.
Greek (Liddell-Scott)
πέρᾱμα: τό, τόπος διαβάσεως εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, ἔξω τῶν νέων τειχῶν ἢ ἐν ἄλλοις περάμασιν Ἰουστινιαν. Νεαρ. 59, 5. 2) πέρασμα, διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ποταμοῦ, Ἀθαν. ΙΙ, 929Β. 3) ὡς καὶ νῦν πέραμα, πορθμεῖον, Θεοφάν. 353, 15., 488, 19, κλ.
Greek Monolingual
το, ΝΜ περώ
1. μέρος σε ποταμό ή πορθμό κατάλληλο για το πέρασμα στο απέναντι μέρος, διάβα, διαβατό
2. διάβαση, πέρασμα
3. είδος πλοιαρίου το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην άλλη, το οποίο συνήθως κινείται με κουπιά ή έλκεται με συρματόσχοινο, περαταριά
1) νεοελλ.
1. συνεκδ. η παραλία που βρίσκεται στο απέναντι μέρος
2. (ως τοπωνύμιο) Πέραμα- σημείο της πειραϊκής ακτής, όπου διενεργείται η μεταξύ του Ναυστάθμου και ξηράς επικοινωνία
μσν.
μτφ. ο θάνατος.