συσπαράσσω

From LSJ
Revision as of 19:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπᾰράσσω Medium diacritics: συσπαράσσω Low diacritics: συσπαράσσω Capitals: ΣΥΣΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: sysparássō Transliteration B: sysparassō Transliteration C: sysparasso Beta Code: suspara/ssw

English (LSJ)

Att. συσπαράττω, tear in pieces, Ev.Luc.9.42, Max.Tyr. 13.5.

German (Pape)

[Seite 1042] att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συσπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, διασπαράττω, ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 42, Μάξ. Τύρ. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

mettre en pièces en même temps ; tourmenter en même temps.
Étymologie: σύν, σπαράσσω.

English (Strong)

from σύν and σπαράσσω; to rend completely, i.e. (by analogy) to convulse violently: throw down.

English (Thayer)

1st aorist συνεσπάραξα; to convulse completely (see ῤήγνυμι, c.): τινα, L T Tr marginal reading WH; Max. Tyr. diss. 13,5.)

Greek Monolingual

και αττ. τ. συσπαράττω Α
σχίζω σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).

Greek Monotonic

συσπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατακομματιάζω, κατακόβω, καταξεσχίζω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συσπαράσσω: растерзывать (ῥῆξαι καὶ συσπαράξαι τινά NT).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to tear in pieces, NTest.

Chinese

原文音譯:suspar£ssw 需-士爬拉所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-抽痙
字義溯源:徹底的扯破,重重抽瘋,抽瘋,全身發作;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σπαράσσω)=撕裂)組成,而 (σπαράσσω)出自(σπάω)*=抽,拉)。參讀 (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 抽瘋(1) 路9:42