σιμότης

From LSJ
Revision as of 08:30, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑμότης Medium diacritics: σιμότης Low diacritics: σιμότης Capitals: ΣΙΜΟΤΗΣ
Transliteration A: simótēs Transliteration B: simotēs Transliteration C: simotis Beta Code: simo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A the shape of a snub nose, opp. γρυπότης, Pl.Tht. 143e, 209c, X.Cyr.8.4.21. II metaph., τὴν σ. τῶν ὀδόντων the upward curve of the tusks of a wild boar, Id.Cyn.10.13.

German (Pape)

[Seite 882] ητος, ἡ, 1) die Gestalt der Nase, die oben eingebogen, unten aufgeworfen ist, Stumpfnasigkeit, Plat. Theaet. 209 c; Ggstz von γρυπότης, Xen. Cyr. 8, 4, 21; ῥινός, Plut. Popl. 16. – 2) übh. Eingebogenheit, τῶν ὀδόντων, die Richtung der Hauzähne des wilden Ebers, diekrumm gebogen aufwärts gehen, Xen. Cyn. 10, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σῑμότης: -ητος, ἡ, (σιμὸς) τὸ σχῆμα τῆς σιμῆς ἢ πλατείας ῥινός, ἀντίθετον τῷ γρυπότης, Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε, 209C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙ. μεταφορ., τὴν σ. τῶν ὀδόντων, ἡ πρὸς τὰ ἄνω κυρτότης τῶν χαυλιοδόντων ἀγρίου κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
aplatissement d'un nez camus.
Étymologie: σιμός.

Greek Monotonic

σῑμότης: -ητος, ἡ (σιμός),
I. το πλακουτσό σχήμα της μύτης, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του να έχει κάποιος σιμή, πλακουτσωτή μύτη ανασηκωμένη προς τα επάνω, σε Ξεν.
II. μεταφ., τὴν σιμότητα τῶν ὀδόντων, το ανωφερικό κύρτωμα, η καμπυλότητα που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σῑμότης: ητος ἡ
1) вздернутость носа, курносость или плосконосость Plat., Xen., Arst., Plut.;
2) загнутость вверх (τῶν ὀδόντων, sc. τοῦ ὑὸς τοῦ ἀγρίου Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιμότης -ητος, ἡ [σιμός] stompneuzigheid.

Middle Liddell

σῑμότης, ητος, ἡ, σιμός
I. the shape of a snub nose, snubbiness, Xen.
II. metaph., τὴν ς. τῶν ὀδόντων the upward curve of a boar's tusks, Xen.

English (Woodhouse)

the possession of a snub-nose

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)