ἀμφιτρέμω
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
tremble round one, ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il. 21.507.
Spanish (DGE)
temblar en torno ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il.21.507.
German (Pape)
[Seite 145] ringsum zittern; Hom. Iliad. 21, 507 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε besser als simpl. betrachtet, ἀμφί advb.; es kommt hier nur auf das Zittern an, nicht auf das Umzittern.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρέμω: τρέμω περί τινα, περιτρέμω, ἐν τμήσει ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Ἰλ. Φ. 507.
French (Bailly abrégé)
trembler autour LSJ.
Étymologie: ἀμφί, τρέμω.
Greek Monolingual
ἀμφιτρέμω (Α)
τρέμω γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέμω.
Greek Monotonic
ἀμφιτρέμω: τρέμω γύρω από κάποιον, σε τμήση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτρέμω: (кругом) дрожать, трепетать Hom. - in tmesi.