ἀρχέκακος

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχέκᾰκος Medium diacritics: ἀρχέκακος Low diacritics: αρχέκακος Capitals: ΑΡΧΕΚΑΚΟΣ
Transliteration A: archékakos Transliteration B: archekakos Transliteration C: archekakos Beta Code: a)rxe/kakos

English (LSJ)

ον, beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.

Spanish (DGE)

(ἀρχέκᾰκος) -ον
que es el origen del mal νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο Il.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (sc. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.VS 501, de pers. y dioses γύναιον Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.D.48.805, Δαναός Nonn.D.4.253, θηλύτεραι Nonn.D.8.213, δαίμων Nonn.Par.Eu.Io.17.15, Eust.Op.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.Op.115.87, de abstr. ἀπαιδευσία Ph.1.359
subst. τὸ ἀρχέκακον causa del mal de la soberbia τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359
de pers. ὁ ἀ. Porph.Chr.49.22
simpl. causante de pers. ἀ. μύθων ἀθέων Clem.Al.Prot.2.13.

German (Pape)

[Seite 365] unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχέκᾰκος: -ον, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ, ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας ἀρχεκάκους, «ἀρχὴν τῶν κακῶν παρασχούσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 63, Πλούτ. 2. 861Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
principe de mal, source de mal.
Étymologie: ἄρχω, κακός.

English (Autenrieth)

beginning mischief, Il. 5.63†.

Greek Monolingual

ἀρχέκακος, -ον (AM)
αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού.

Greek Monotonic

ἀρχέκᾰκος: -ον (κακόν), πρωταίτιος κακού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέκᾰκος: являющийся источником бедствий Hom., Plut.

Middle Liddell

κακόν
beginning mischief, Il.