γαλαθηνός

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλᾰθηνός Medium diacritics: γαλαθηνός Low diacritics: γαλαθηνός Capitals: ΓΑΛΑΘΗΝΟΣ
Transliteration A: galathēnós Transliteration B: galathēnos Transliteration C: galathinos Beta Code: galaqhno/s

English (LSJ)

ή, όν, sucking, young, tender, νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.51; τέκος Simon.52; ἄρνες Theoc.18.41, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός) ; ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1; ὗς Pherecr.28, cf. Arist.HA603b25; βρέφη Clearch.17, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)

Spanish (DGE)

(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν
• Grafía: graf. -θεινός SIG 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)
1 de anim. de leche, lechal νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX Si.46.16, 1Re.7.9, I.AI 6.25, IEryth.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.Aff.43, SIG l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.HA 603b25, ἔριφοι PCair.Zen.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.L.219, γ. (δέλφαξ) ἀπὸ γάλακτος lechón, DP 4.46, cf. POxy.3634.15 (V d.C.).
2 de niños lactante, niño de pecho τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.

German (Pape)

[Seite 470] όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – θαώ, θῆσθαι, θήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαθηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tète encore, càd tout jeune, tendre, délicat.
Étymologie: γάλα, R. θα ou θη, sucer, téter.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαθηνός: -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, νέος, τρυφερός, νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· τέκος Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32.

English (Autenrieth)

(θῆσθαι): milk-sucking, sucking; νεβροί, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γαλαθηνός, -ή, -όν)
(για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη-, θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) -νο-ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός, τιθήνη)].

Greek Monotonic

γᾰλᾰθηνός: -ή, -όν (γάλα, θάω), αυτός που θηλάζει, νεαρός, τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· γαλαθηνά (ενν. πρόβατα), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλᾰθηνός: питающийся (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; ἄρνες Theocr.).

Middle Liddell

γάλα, θάω]
sucking, young, tender, Od., Theocr.; γαλαθηνά (sc. πρόβατα), Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλαθηνός -ή -όν γάλα, θῆσθαι melk zuigend, teer, pasgeboren:. νεβροὺς... νεηγενέας γαλαθηνούς pasgeboren, melk zuigende hertjes Od. 4.336.