μονοήμερος

From LSJ
Revision as of 21:43, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοήμερος Medium diacritics: μονοήμερος Low diacritics: μονοήμερος Capitals: ΜΟΝΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: monoḗmeros Transliteration B: monoēmeros Transliteration C: monoimeros Beta Code: monoh/meros

English (LSJ)

ον, A = μονήμερος, in one day, Batr.303. II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B. III σκευὴ ἄγουσα (sc. δαίμονας) μονοημέρους on the selfsame day, PMag.Par.1.2442.

German (Pape)

[Seite 203] = μονήμερος, Batrach. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονήμερος.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.

Greek (Liddell-Scott)

μονοήμερος: -ον, = μονήμερος, Βατραχομ. 305.

Greek Monolingual

και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί μία μέρα
2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα
3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα
4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).
επίρρ...
μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερα
την ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.

Greek Monotonic

μονοήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί μόνο μία ημέρα, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μονοήμερος: однодневный (πολέμου τελετή, v.l. πόλεμος Batr.).

Middle Liddell

μονο-ήμερος, ον
lasting one day only, Batr.