κολοσσιαῖος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
α, ον, colossal, D.S.11.72 (-ττ-), al.; κ. μεγέθη Ph. 1.2; κ. τὸ μέγεθος Luc.Herm.71; κ. ἄγαλμα, ἀνδριάς, Hdn.1.15.9, BGU362 vi 5 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1475] einem Kolossus ähnlich an Größe, colossal; Luc. Hermot. 71 u. öfter; ἀνδριάς D. Sic. 11, 72 u. a. Sp.; κολοσσαῖος ist s. L., vgl. Lob. Phryn. 542.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de colosse, colossal.
Étymologie: κολοσσός.
Greek (Liddell-Scott)
κολοσσιαῖος: (οὐδέποτε κολοσσαῖος, Λοβ. εἰς Φρύν. 542), α, ον, κολοσσοῦ μέγεθος ἔχων, Διόδ. 11. 72, κτλ.
Greek Monolingual
και κολοσσαίος, -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)
νεοελλ.
πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα -αῖος / -ιαῖος (πρβλ. πηγ-αίος / μηρ-ιαίος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοσσιαῖος -α -ον [κολοσσός] kolossaal.
Russian (Dvoretsky)
κολοσσιαῖος: колоссальный, огромный (ἀνδριάς Diod.).