τριγωνίζω

From LSJ
Revision as of 10:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίζω Medium diacritics: τριγωνίζω Low diacritics: τριγωνίζω Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΖΩ
Transliteration A: trigōnízō Transliteration B: trigōnizō Transliteration C: trigonizo Beta Code: trigwni/zw

English (LSJ)

A multiply by three, Plu.2.416b (Pass.).
2 represent as a triangular number, Nicom.Ar.2.8 (Pass.).
II intr., to be triangular, νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι assume triangular form, Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.
III Astrol., to be in trine aspect, Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.

French (Bailly abrégé)

rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. τρίγωνος).
Étymologie: τρίγωνος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίζω: παρὰ Πλουτ. 2. 416C, τριπλασιάζω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, διότι λέγει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τεσσαράκοντα πεντάκις τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχῆμα παραπλήσιον τριγώνῳ, νῆσος τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε σχῆμα θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.

Greek Monolingual

ΝΑ τρίγωνον
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχήμα τριγώνου
2. διαιρώ μια επιφάνεια σε τρίγωνα για καταμέτρηση
αρχ.
1. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζωταῦτα πεντάκις τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», Πλούτ.)
2. έχω σχήμα παραπλήσιο με το σχήμα του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ νῆσος τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίζω: множить на три, утраивать: πεντάκις τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.