ἐξυγραίνω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A saturate, Arist.Pr.877a33, al.:—Pass., to be full of moisture, τοῦ ἀέρος ἐξυγραινομένου ib.944a21, etc.
2 make watery, of the blood, Id.HA521a12 (Pass.), cf. Plu.2.97b (Pass.): metaph., ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα παραδιδόντες = surrender their bodies to pleasures to be made languid and relaxed, ib.136b:—Pass., ἐξυγραίνομαι = to be watery, of plants, Thphr.CP 6.6.4.
II Pass., to be deprived of moisture, Id.Lap.10.
III Pass., of liquid purgations, τὰ τῆς κοιλίης ἐξυγρασμένα ἦν ἰσχυρῶς Hp. Prog.2; so ἐξυγραίνεσθαι τὴν κοιλίαν Plu.Arat.29, cf. 2.914e.
German (Pape)
[Seite 889] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.
French (Bailly abrégé)
dissoudre, amollir.
Étymologie: ἐξ, ὑγραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυγραίνω: καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ ψῦχος, εἴσω συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι κάθυγρος, γίνομαι ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, μάλιστα ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ σῶμα παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, αὐτόθι 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι ἔγχυλος, ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ συκάμινον) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., προσέτι, στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.
Greek Monolingual
ἐξυγραίνω (Α)
1. βρέχω, μουσκεύω
2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός
3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῖς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.)
4. παθ. ξεραίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξυγραίνω:
1) обильно смачивать, хорошо увлажнять (τὴν γλῶτταν Arst.);
2) pass. смачиваться, мокнуть Plut.: ἀὴρ ἐξυγραινόμενος Arst. влажный воздух;
3) pass. разжижаться, становиться водянистым (αἷμα ἐξυγρανθέν Arst.);
4) досл. размягчать, перен. изнеживать (τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.).