ἐρωτύλος

From LSJ
Revision as of 15:47, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτύλος Medium diacritics: ἐρωτύλος Low diacritics: ερωτύλος Capitals: ΕΡΩΤΥΛΟΣ
Transliteration A: erōtýlos Transliteration B: erōtylos Transliteration C: erotylos Beta Code: e)rwtu/los

English (LSJ)

ὁ, Dor. word, A a darling, sweetheart, Theoc.3.7. II as adjective, ἐρωτύλα ἀείδειν sing love-songs, BionFr.7.10, cf. 13: dub. as epithet of Ἔρος, PMag.Lond.121.471 (-τυλλ- Pap.). III name of a very small star, AP9.614 (Leont.). IV name of a gem, Ps. -Democr. ap. Plin.HN37.160.

German (Pape)

[Seite 1041] ὁ, eigtl. dim. von ἔρως, kleiner Liebesgott, wie man es auch Theocr. 3, 7 nehmen kann, oder Geliebter; ἐρωτύλα ἀείδειν, Liebeslieder singen, Bion. 3, 10. 13. – Bei Leont. schol. 15 (IX, 614) dunkel, μεγάλην παρ' ἅμαξαν ἐρωτύλος ἡδὺ φαείνει, geht wohl auf eine kleine Statue des Eros.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l'amour.
Étymologie: ἔρως.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτύλος: ὁ, Δωρ. λέξις, ἀγαπητός, ἐράσμιος, Θεόκρ. 3. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, ᾄδω ᾄσματα ἐρωτικά, Βίων 3. 10, 13.

Greek Monolingual

ο (Α ἐρωτύλος)
νεοελλ.
αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα
αρχ.
1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός
2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» — τραγουδώ ερωτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + επίθημα -υλ(λ)ος, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. (πρβλ. αρκτύλος, έρπυλλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐρωτύλος: [ῠ], ὁ,
I. Δωρ. λέξη, αγαπημένος, αγαπητός, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, τραγουδώ ερωτοτράγουδα, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτύλος:
1) любимый, возлюбленный Theocr.;
2) божок любви Anth.

Middle Liddell

ἐρωτῠ́λος, ὁ,
I. doric word, a darling, sweetheart, Theocr.
II. as adj., ἐρωτύλα ἀείδειν to sing love-songs, Bion.